PARIS-BREST-PARIS 2015, Ταξίδι στην ιστορία (μέσα από τα μάτια ενός πρωτάρη)


Είναι Κυριακή 16 Αυγούστου 2015, και μετά από όλη την προετοιμασία, την προεργασία, τα χιλιόμετρα προπονήσεων, τα προκριματικά Super Randonneur, την αναμονή, το άγχος... ήρθε επιτέλους η ώρα για το Paris-Brest-Paris! Είμαι στο Vélodrome National de St.Quentin-en-Yvelines ν’ακούω τον εκφωνητή να μετράει αντίστροφα για να δώσει την εκκίνηση. Cinq, quatre, trois, deux, un….

 Αλλά ας πάμε πρώτα πίσω πέντε μέρες. Την Τρίτη πριν το ΡΒΡ βρίσκομαι στην Αυστρία για, μεταξύ άλλων, μια τελευταία προπόνηση στα αλπικά πεδία της. Το σκεπτικό του χλωρού και άπειρου στα ΡΒΡ μυαλού μου είναι ότι η τριήμερη παραμονή σε υψόμετρο κοντά στα 1000 m και η ανάβαση στα περίπου 3000 m θα προκαλέσει έστω και μία μικρή αύξηση των ερυθρών αιμοσφαιρίων, με αποτέλεσμα να κάνει τη δοκιμασία του υπερμπρεβέ ας πούμε πιο «ξεκούραστη». Η ανάβαση στον παγετώνα πάνω από το Sölden είναι επίπονη (13% μέση κλίση με διάσπαρτα ενδιάμεσα τοιχάκια...) αλλά μαγευτική! Μετά την κοιλάδα του Ötz και την ανάβαση από τα δάση ελάτης, το αλπικό τοπίο που ακολουθεί τον σταθμό διοδίων στα 2000 m αποζημιώνει τον πόνο με εικόνες από ποτάμια, καταρράκτες και φυσικά τον παγετώνα που καλύπτει την κορυφογραμμή.

 


Φτάνω στο εστιατόριο Rettenbach και το προσπερνάω για να πάω εκεί που νόμιζα πως ήταν το ψηλότερο σημείο της περιοχής. Δυο-τρία ζιγκ-ζαγκ αργότερα, φτάνω στο πλάτωμα για να μάθω, προς μεγάλη έκπληξή μου, ότι το σημείο εκείνο είναι το ψηλότερο ντεμέκ οδικό σημείο (μάλλον εννοούνε άσφαλτο) όχι της περιοχής, αλλά ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το πιστοποιεί η πλάκα (2798 m και κάτι ψιλά) πάνω στη μεταλλική κατασκευή με το σύμβολο του πάρκου. Νέο ρεκόρ, που σπάει το προηγούμενο των 2500 m από τον Όλυμπο!

 


Τραβάω φωτογραφίες, και πιάνω την κουβέντα μ’έναν Ολλανδό, τον Rudy, που έχει έρθει εδώ ποδηλατικώς με τη γυναίκα του από την πατρίδα του και σκοπεύουν να συνεχίσουν με προορισμό τη Βερόνα της Ιταλίας όπου και θα δουν τον Κουρέα της Σεβίλλης στην ανοιχτή αρχαία Ρωμαϊκή Αρένα. Στην κουβέντα μας προστίθεται και ένας Αφρικανό-Αμερικάνος (κοινώς μαύρος), ο οποίος μας ενημερώνει πως στην πραγματικότητα δεν είναι εκείνο το ψηλότερο σημείο: «αν κατέβεις από τη διασταύρωση αριστερά προς το Tiefenbach και μετά ανέβεις άλλη μια ανηφόρα, θα βρεις μια σήραγγα μήκους 1,7 χιλιομέτρων η οποία σε ανεβάζει στην έξοδό της σε υψόμετρο πάνω από τα 2800 m, άρα ψηλότερα»... Γμτ... ε, αφού έφτασα ως εδώ, τι είναι άλλη μια ανηφορίτσα; Αποχαιρετώ τους καινούριους φίλους μου και κατευθύνομαι για την σήραγγα. Μπαίνω μέσα. Φαίνεται να είναι ευθεία και χωρίς κλίση, καθώς βλέπεις την έξοδο εκεί, μπροστά σου, όχι και τόσο μακριά... σιγά μη δεν είναι 1700 m! Από τη δουλειά μου όμως ξέρω ότι αυτού του είδους η εικόνα είναι παραπλανητική... Πράγματι, για να προχωρήσω χρειάζεται να βάλω σχέσεις ανάβασης στη μετάδοση. Όχι μόνο αυτό, αλλά καθώς ποδηλατώ και προχωράω όλο και βαθύτερα μέσα στο τούνελ, η έξοδος δεν φαίνεται να έρχεται καθόλου πιο κοντά! Εν τω μεταξύ, πέφτει και η θερμοκρασία, από τη ζέστη των 12°C με λιακάδα που είχε έξω στους 7°C μέσα! Τελικά, ευτυχώς που είναι ανηφόρα.

  


Με τα πολλά, φτάνω στην έξοδο και βγαίνω. Πράγματι, ο δρόμος κορυφώνει στο σημείο εκείνο καθώς λίγο χαμηλότερα βρίσκονται οι εγκαταστάσεις της πίσω πλευράς του χιονοδρομικού, το Tiefenbach Restaurant. Κοιτάω το GPS: 2820 m! Αυτό το ρεκόρ έσπασε δύο φορές σε μία μέρα! Και εις ανώτερα! Κάνω μια στάση στο χιονοδρομικό για ανεφοδιασμό με Apfel Strudel και ένα τοπικό αναψυκτικό που λέγεται Almdudler και που περιγράφεται ως natural alpine herb soft drink. Ξεκουράζομαι και κουβεντιάζω με τον Lucas, έναν Πολωνό που έχει ανέβει με mountain και που σκοπεύει να συνεχίσει από χωματόδρομους μέχρι το όριο του παγετώνα, πάνω από τα 3000 m.........

 


Τρεις μέρες αργότερα βρίσκομαι στο τιμόνι να οδηγάω σε μία autobahn της Γερμανίας. Για να μην πληρώνω τα ακριβά διόδια, το Nuvi με φέρνει κάπως κυκλικά μέσω Λουξεμβούργου και Βελγίου, από το δάσος των Αρδέννων, στη Γαλλία και το Παρίσι της το απόγευμα της Παρασκευής 14 Αυγούστου. Στο ξενοδοχείο στο Maurepas βρίσκεται ήδη από το μεσημέρι ο μόνιμος για τα τελευταία μπρεβέ συγκάτοικος μου Νίκος Κασομούλης, ο οποίος έχει φτάσει αεροπορικώς από το πρωί. Κατεβάζουμε ποδήλατο και σακ βουαγιάζ και καθόμαστε να τα πούμε λίγο στο δωμάτιο. Εγώ είμαι χορτάτος χάρη στα πλουσιότατα σάντουιτς που μου είχε ετοιμάσει η κουμπάρα μου στη Γερμανία, ο Νίκος όμως πεινάει, οπότε βγαίνουμε κάτω από τον βαρύ ουρανό να βρούμε καμιά ταβέρνα στη γειτονιά. Καθώς ψάχνουμε ανοίγουν οι ουρανοί και λουζόμαστε από τον κατακλυσμό του Νώε, τόση πολλή βροχή ώστε πλημμυρίζουν οι δρόμοι. Ακόμα και τα καθαρά φρεάτια δεν προλαβαίνουν να αποχετεύσουν το νερό.

Σε λίγο κοπάζει κάπως η βροχή, και με τις ομπρέλες μας (ευτυχώς είχα φέρει δύο) συνεχίζουμε το δρόμο μας μέχρι μία Pizza Hut, όπου τρώμε πίτσες και πίνουμε κόκα κόλες και μιλκσέικ.

Επιστρέφουμε το βράδυ στο δωμάτιο μας. Στα διπλανά δωμάτια έχουμε Ρώσους που μιλάνε συνέχεια και αρκετά δυνατά ώστε να δυσκολεύουν τον ύπνο μας. Είναι και ένας που συνηθίζει να κυκλοφορεί στους διαδρόμους με το σλιπάκι. Καλό παιδί, αλλά ρίξαμε πολύ γέλιο μ’αυτόν. Παρακάτω έχουμε δύο Ινδούς. Στους άλλους ορόφους, πέρα από τον δικό μας Ironman Κώστα Παπανικολάου (που είχα γνωρίσει στο 600άρι της Λάρισας), έχουμε Ούγγρους, Ιταλούς, Πολωνούς, Βραζιλιάνους (και Βραζιλιάνες), μερικούς Γάλλους και ίσως κάνα-δυο ακόμα εκπροσώπους άλλων φυλών. Οι διάδρομοι είναι γεμάτοι παρκαρισμένα ποδήλατα...

 Σάββατο πρωί 15 του μηνός, εγερτήριο χαλαρά, πρωινό και ντυνόμαστε τα χρώματα των Audax Randonneurs Grèce για να πάμε στον Τεχνικό Έλεγχο και την παραλαβή των εγγράφων συμμετοχής. Ποδηλατούμε μαζί με τον Aizen (που τον φωνάζαμε Λούι), τη Ρόζα και την Μάρσια από το Sao Paulo. Οι δύο πρώτοι ήρθαν να υποστηρίξουν και να διευκολύνουν τους Βραζιλιάνους αναβάτες, η δε τρίτη ήρθε να κάνει τα 1230 χιλιόμετρα εκτός συναγωνισμού καθώς δεν κατάφερε να προκριθεί στα μπρεβέ της χώρας της. 




Αφού βρίσκουμε το δρόμο μετά από ένα ψιλομπερδεματάκι ψάχνοντας μια υπόγεια διάβαση, ακολουθούμε μια παρέα Σκωτσέζους που φαίνονται να ξέρουν που πηγαίνουν. Στο δρόμο σμίγουμε και με άλλους ποδηλάτες και καταλήγουμε στο Vélodrome National de St.Quentin-en-Yvelines. Μπαίνουμε στην ουρά για τον τεχνικό έλεγχο. Βλέπουμε κάνα-δυο Μπλέδες πιο μπροστά και χαιρετιόμαστε με εκείνο το χαρακτηριστικό Ελληνικό στυλ (άντε και Ιταλικό!) που συνίσταται στο να φωνάζεις τις χαιρετούρες σου με τον άλλον από 50 μέτρα απόσταση ενώ όλα τα υπόλοιπα χίλια άτομα γύρω σου κρατούν χαμηλά τον τόνο της φωνής τους....

 

Ο τεχνικός έλεγχος είναι υποτυπώδης: «για να δω τα φρένα... δουλεύουν; Οκέυ. Φώτα, μπρος... πίσω... ανάβουν, οκέυ... παγουροθήκες; σταθερές, οκέυ. Εντάξει κύριε, περάστε να σας σφραγίσουμε, και bonne route!». Στην έξοδο του τεχνικού ελέγχου συναντάμε μια παρέα που συμπεριλαμβάνει μεταξύ άλλων τους Δημήτρη Μαυρόπουλο, Λάζαρο Πετροσιάν, και τον Αντώνη Συκάρη που ανησυχεί μήπως ο ρουχισμός που έχει μαζί του είναι πολύ ελαφρύς...

 



Στο ποδηλατοδρόμιο μέσα γίνεται χαμός! Μυριάδες τα χρώματα και οι στολές! Ο χώρος έχει κατακλυσθεί από ποδηλάτες απ’ όλον τον κόσμο. Παίρνουμε από το πρώτο τραπέζι/σταθμό μια διάφανη θήκη με λουράκι για να κρεμάς τα χαρτιά σου από το λαιμό. Συνεχίζουμε στο δεύτερο σταθμό όπου η ευγενική εθελόντρια μας δίνει κάρτες διαδρομής για τις σφραγίδες, αριθμούς πλαισίων, ηλεκτρονικά τσιπάκια αστραγάλου, κουπόνια για τις μπλούζες και τα αντανακλαστικά γιλέκα που παραγγείλαμε. Μπαίνουμε στην μεγάλη ουρά για τον ρουχισμό, όπου τραβάω φωτογραφίες από διάφορες στολές απ’ όλον τον κόσμο. Βλέπουμε μερικούς Έλληνες, π.χ. Ζούβελο, Κερκεντζέ, Μαθιούδη...

 



Παραλαμβάνουμε τον ρουχισμό και βγαίνουμε έξω για να πάρουμε τα ποδήλατά μας και να πάμε στην ομαδική φωτογράφιση. Εκεί είναι σχεδόν όλοι! Βολιώτης, Τασιόπουλος, Κωνσταντόπουλος, Καλεβέας, Καραμπάσης, Μπουρίκας, Παγώνης... οι Μπλε.... έρχονται λίγο καθυστερημένα Έκτορας και Τζιβιέρης... ο Μπουρίκας ανεμίζει μια μεγάλη Ελληνική σημαία... Είναι μεγάλη γιορτή! Φωτογραφιζόμαστε με ολονών τα κινητά και τις φωτογραφικές, ενώ ταυτόχρονα μας τραβάνε και διάφοροι περαστικοί. Ένας Ιρλανδός λέει χαμογελώντας: «pay your taxes»!. Δίπλα φωτογραφίζεται και η κατά πολύ μεγαλύτερα Καναδική αποστολή. Πετάγομαι και τους ζητάω να φωτογραφηθώ μαζί τους, δεδομένου ότι ο Καναδάς είναι η δεύτερη πατρίδα μου.

 


Μετά το πανηγύρι, καταλήγουμε με τον Νίκο σε μια πιτσαρία στο εμπορικό κέντρο του St.Quentin-en-Yvelines. Εκεί είναι ο Μητρονάτσιος με τον Κεντέρη. Καθόμαστε με τον Αποστόλη Γάζη και τον Κώστα Αναστασόπουλο. Τρώμε μακαρονάδες κακής ποιότητας και πίνουμε μπύρες.

 


Όσο περιμένουμε να μας τα φέρουν, πετάγομαι στο καρφούρ για μερικά γρήγορα ψώνια. Παίρνουμε τελικά τον δρόμο της επιστροφής στο ξενοδοχείο 10 χιλιόμετρα μακριά στο Maurepas. Ο Αποστόλης παθαίνει λάστιχο και καθυστερούμε μερικά λεπτά, πριν τελικά καταλήξουμε στο δωμάτιό μας. Ρίχνουμε έναν υπνάκο. Το βράδυ παρέα με τον Νίκο, στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου, μαγειρεύουμε στο γκαζάκι την παραδοσιακή «ορειβατική» μακαρονάδα (κοφτό μακαρονάκι νερόβραστο με αλάτι) και την μοιραζόμαστε για βραδινό, συνοδευόμενη με μπαγκέτα. Πέφτουμε για ύπνο, και ομολογώ πως νιώθω ένα περίεργο, ανάμεικτο άγχος, αφενός για το άγνωστο του εγχειρήματος που μας περίμενε την επομένη, αφετέρου μια μορφή ανυπομονησίας, του στυλ άντε να ξεκινάμε επιτέλους!!!

 


Το πρωί της Κυριακής ξυπνάμε μετά από πολύωρο νυχτερινό ύπνο. Καφές, πρωινό... Μαγειρεύω κι άλλο ένα πακέτο κοφτό μακαρονάκι, το μισό για το μεσημέρι, το άλλο μισό, σε πλαστικό σακουλάκι, για μία-μιάμιση ώρα πριν την εκκίνηση. Με τον Κασομούλη αφήνουμε το δωμάτιο λίγο πριν τις 12 και φορτώνουμε τα ποδήλατα στη σχάρα, αφού φορτώσαμε μέσα στο αυτοκίνητο και το μπαούλο του Παπανικολάου που δεν έχει που να το αφήσει για τη διάρκεια.

 

Φτάνουμε στο προπληρωμένο πάρκινγκ για το ΡΒΡ (2 ευρώ απεριόριστα για μέχρι την Παρασκευή, πολύ καλό deal). Κατεβάζουμε τα ποδήλατα και τα φορτώνουμε με τα τσαντάκια τους σε σέλες, σκελετό, τιμόνι... Βγαίνοντας, πάμε να κάτσουμε στην ίδια πιτσαρία με χθες όπου ήδη βρίσκεται ο Παπανικολάου. Παρκαρισμένα δίπλα έχει κάτι ποδήλατα σούπερ ρετρό, από το 1900. Θαυμάζω το κουράγιο των αναβατών που θα τρέξουν το ΡΒΡ με αυτά! Περνάει η ώρα, ο Κασομούλης τρώει μια μακαρονάδα καλύτερη από τη χθεσινή...

 



Πριν τις 3, κατευθυνόμαστε προς το Vélodrome National. Φτάνοντας εκεί, κάνω μια μικρορύθμιση στην τάση του συρματόσχοινου για τον πίσω εκτροχιαστή (κοινώς ντεραγιέρ), καθώς έκανε ένα μικρό θόρυβο σε δυο-τρεις ταχύτητες (η πληροφορία αυτή δίνεται γιατί έχει σημασία για τη συνέχεια...). Μετά, ίσα που προλαβαίνουμε ένα κομμάτι τούρτας στο γρασίδι του περιβάλλοντος χώρου, κέρασμα από τον Κωνσταντόπουλο που έχει γενέθλια, χρόνια πολλά μαν! Φεύγουν οι του γκρουπ Α για να πάρουν σειρά για την εκκίνησή τους στις 4. Με τον Νίκο, πάμε και παρκάρουμε κάπου στην όχθη της λιμνούλας με τη μεγάλη καμάρα, όπου βρίσκονται εκατοντάδες άλλοι ποδηλάτες, άλλοι να κοιμούνται, άλλοι να συζητούν, άλλοι να είναι σε ομάδες, όπως π.χ. η αποστολή της Βουλγαρίας. Βρίσκω την ευκαιρία και γνωρίζομαι με τον Λαζάρ, τον Mr. Brevet της γειτονικής χώρας τον οποίο έχει αναφέρει πολλάκις ο Στράτος Αλάγιαλης...

 


Καθώς θέλαμε να συσσωρεύσουμε ύπνο για να διευκολύνουμε τις επόμενες ώρες, ξαπλώνουμε και εμείς για συμπλήρωμα. Σε κάποια φάση σηκώνομαι και πάω στην εκκίνηση της σειράς Α. Κωσταντόπουλος, Βολιώτης, Παγώνης και μερικοί άλλοι περνάνε από μπροστά μου... Bonne route, messieurs.  Επιστρέφω στη λιμνούλα και ρίχνω έναν ύπνο. Πριν τις 6, γίνονται οι εκκινήσεις των «ειδικών» ποδηλάτων: tandem, τριπλά, αντίκες, ελλιπτικά (elliptigo), σπαστά, πολλά recumbents (ξαπλωτά), ποδηλατοαμάξια (vélomobile)… Στις 6, ξεπροβοδίζουμε κι άλλους Έλληνες, Πετροσιάν, Μαυρόπουλος, Ζούβελος... και άλλους...

 


Επιτέλους, κατά τις 6.30 πάμε στο πίσω μέρος του Vélodrome να πάρουμε και μεις σειρά για την εκκίνησή μας. Για την αποφυγή συνωστισμού στη διαδρομή, οι εκκινήσεις γίνονται ανά κύματα των περίπου 250 ποδηλατών, ετεροχρονισμένα κατά ένα τέταρτο. Φτάνουμε στον χώρο των Ρ και βρίσκουμε εκεί ήδη τον Μπουρίκα και μερικούς Elite, ενώ πιο μπροστά μας στους Ν είναι οι Τσεκούρας, Πάτσιος και η ωραία τους παρέα.

  




Πάει 7, ανεβαίνουμε με τους υπόλοιπους του γκρουπ Ρ την ανηφόρα για τον χώρο εκκίνησης... 7.10... Ο εκφωνητής δεν έχει σταματήσει να μιλάει, ενώ τώρα ανακοινώνει συνοπτικά τους κανόνες ασφαλείας τόσο στα γαλλικά όσο και στα αγγλικά. Τελευταίες φωτογραφίες και ευχές μεταξύ μας.... Καλό δρόμο…. 5, 4, 3, 2, 1, φύγαμε!

 



Το γκρουπ μας ξεχύνεται στους δρόμους των νοτιοδυτικών προαστίων του Παρισιού κάτω από τις επευφημίες των θεατών κατά μήκος των πεζοδρομίων: Allez, allez, allezBravo, bonne route!!... Νιώθω ανακούφιση, καθώς επιτέλους κάνουμε αυτό που ξέρουμε να κάνουμε καλύτερα: ποδηλατούμε! Ο κύβος ερρίφθη τώρα, και από δω και πέρα τέρμα η αναμονή, μπήκαμε στη διαδικασία αντιμετώπισης της κάθε στιγμής γι’ αυτό που είναι. Κι έπειτα, υπάρχει και αυτό το συναίσθημα της ικανοποίησης, καθώς ναι μεν είναι επιθυμητό να τερματίσουμε εδώ σε τρεις μέρες περίπου, αλλά και μόνο που φτάσαμε ως εδώ παρά τις αντιξοότητες και ενώ το ΡΒΡ δεν υπήρχε καν σαν σκέψη στο μυαλό μέχρι τον περασμένο Δεκέμβριο, ε αυτό για μένα ήταν ήδη μια τεράστια επιτυχία!

 

Σύντομα βάζω αυτές τις σκέψεις λίγο στο πλάι καθώς ο ρυθμός σ’αυτά τα πρώτα χιλιόμετρα, προς μεγάλη μας έκπληξη, είναι πάρα πολύ γρήγορος! Μέσες ωριαίες κίνησης μεταξύ 30 και 40 km/h. Ενώ περίμενα να το πηγαίναμε χαλαρά, δεδομένης της απόστασης των 1230 km που έχουμε να καλύψουμε, ωρέ αυτοί τρέχουν σαν δαιμονισμένοι! Απαιτούνται υψηλά επίπεδα συγκέντρωσης για να μη γίνει καμιά στραβή. Ακολουθούμε όμως, και παραδόξως η ταχύτητα δεν είναι καθόλου κουραστική. Δεν έχει ούτε υψομετρικά ούτε άνεμο, ενώ το γκρουπ είναι αρκετά συμπαγές ώστε ούτε λίγο ούτε πολύ να σε πηγαίνει από μόνο του. Οι διοργανωτές έχουν κάνει άψογη δουλειά, καθώς πέρα από τις βεραμάν πινακίδες με το κόκκινο βελάκι BREST στη μέση, σε κάθε διασταύρωση και κυκλικό κόμβο υπάρχει από τουλάχιστον έναν εθελοντή που ρυθμίζει την κυκλοφορία ώστε να μας δίνει την προτεραιότητα δείχνοντας ταυτόχρονα τον σωστό δρόμο.

 


Τραβάμε μερικές φωτογραφίες και καλαμπουρίζουμε με τον Κασομούλη και τον Μπουρίκα. Το γκρουπ μας αποτελείται από κάθε καρυδιάς καρύδι. Ισπανοί, Ιταλοί, Γάλλοι, Γερμανοί, Αμερικάνοι, βλέπω κάτι Ασιάτες, κάποιοι ίσως Ινδοί... Άλλοι σχετικά ελαφριοί με τα carbon τους, άλλοι με σιδερένια και φορτωμένοι, άλλοι με μοντέρνο εξοπλισμό και άλλοι με πιο κλασικό... Ότι να’ναι...!!!

Περί το 10ο χιλιόμετρο γινόμαστε μάρτυρες μιας άσχημης στιγμής. Σε μία στένωση του δρόμου και ίσως λόγω διερχόμενης κυκλοφορίας, η ταχύτητα μας χαμηλώνει καθώς περνάμε δίπλα από ένα ατύχημα. Βλέπουμε μεγάλους λεκέδες από αίμα στην άσφαλτο. Μερικά μέτρα πιο πέρα, μια κοπέλα, ή μάλλον κυρία περί τα 50+, υπέστη μια πτώση και βρίσκεται καθισμένη στο οδόστρωμα με πολλά αίματα στο πρόσωπο και τη μύτη. Άνθρωποι βρίσκονται από πάνω της και την βοηθάνε. Κρίμα σκεφτόμαστε, μετά από τόση προετοιμασία, αναμονή και έξοδα, να έρχεσαι δω και να σου συμβαίνει αυτό με το καλημέρα. Εύχομαι μέσα στη καρδιά μου να μην είναι σοβαρά τα τραύματά της και να μην έχει πάθει τίποτα καταστροφικό το ποδήλατό της, ώστε μετά από την απαραίτητη φροντίδα να σηκωθεί, να το καβαλήσει και να πάει να το τελειώσει το Paris-Brest της...

Σύντομα βγαίνουμε από τον πολεοδομικό ιστό και βρισκόμαστε στις ανοιχτωσιές. Μέσα στο σούρουπο εναλλάσσονται χωράφια με δασάκια από δεξιά κι αριστερά μας καθώς η άσφαλτος ρέει κάτω από τους τροχούς μας. Ο ρυθμός είναι πάρα πολύ γρήγορος. Το πελοτόν εκκίνησής μας, οι Ρ, έχει αραιώσει και διασπάται σε μικρότερα γκρουπ της τάξεως των 20-30 ατόμων. Εμείς κολλάμε σε ένα γκρουπ του οποίου ηγείται μια ομάδα Καταλανών (προσοχή, όχι Ισπανών, παρεξηγούνται αν τους πεις Ισπανούς) από τη Βαλένθια, οι οποίοι συνεργάζονται για να συντηρήσουν έναν ρυθμό γύρω στα 35-40 km/h. Η διαδρομή δεν με κουράζει καθόλου, δεν περιλαμβάνει ούτε καμιά αξιόλογη ανηφόρα, ούτε τίποτε για να σε δυσκολέψει. Είναι εύκολο τερέν, με αποτέλεσμα να βγουν οι πρώτες δεκάδες χιλιόμετρα χωρίς να το καταλάβω. Τα παιδιά όμως διαμαρτύρονται, περισσότερο ο Νίκος, λιγότερο ο Παναγιώτης, ότι ο ρυθμός είναι υπερβολικός. Κοιτάζω το σφυγμόμετρό μου: 120... Περισσότερους σφυγμούς ανεβάζω όταν πίνω φραπέδες αραχτός στο Λευκό Πύργο... Ίσως δεν έπρεπε να είχα πάει Αυστρία... 



Βραδυάζει και μπροστά μας βλέπουμε κόκκινα φωτάκια όσο πιάνει το μάτι. Προσπερνάμε τους πρώτους του γκρουπ Ν. Σε κάποια φάση μπαίνουμε μπροστά και τραβάμε για λίγα λεπτά. Μου λέει ο Παναγιώτης λίγο αργότερα: «έπρεπε να δεις τι λαό τραβούσες πίσω σου»!... Σε κάποια άλλη φάση, ακούμε ένα ΚΡΑΚ!! Ο Νίκος έχει χάσει το ένα από τα φωτάκια του και το μαζεύουμε. Βλέπουμε και τον Τσεκούρα, ο οποίος μας τραβάει βίντεο (αλήθεια τι έγινε αυτό το βιντεάκι!) ενώ μας ενημερώνει ότι είχε σπάσει ακτίνα και η αβαρία τον καθυστέρησε. Προσπερνάμε κάποιους Μ, και κάπου μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης ώρας είχαμε φτάσει τον τελευταίο L.

 




Τώρα πια έχει μερικές σύντομες ανηφόρες με μικρή γενικά κλίση. Βλέπουμε πρώτα κάποιους Μπλέδες, τον Δημήτρη Πάτσιο, έναν άλλο γιατρό από την Κάρυστο (αναγνώστες συμπληρώστε ονόματα ελεύθερα!)... Ξεμακραίνουμε, ωστόσο η δυσφορία των παιδιών και ειδικά του Κασομούλη για τον ρυθμό είναι έντονη, προκαλώντας και τη δικιά μου για τον αντίθετο λόγο. Ρίχνουμε ρυθμό καθώς συναντάμε την Μαρία και τον Ποσειδώνα, και πάμε μαζί τους για λίγο. Ωστόσο, ο αργότερος ρυθμός με κουράζει, άσε που κρύωνα κιόλας. Συνειδητοποιώ ότι οι φυσιολογικοί ρυθμοί μας είναι πολύ διαφορετικοί, και κάπου εκεί στο 75-80 χιλιόμετρο το συζητάω με τον Παναγιώτη κατά τη διάρκεια μιας σύντομης στάσης σ’ένα χωριό καθώς ο Νίκος έχει πάει να ανεφοδιαστεί σε νερό σε ένα από τα πολλά άτυπα σημεία ανεφοδιασμού που έχουν στήσει οι ντόπιοι κατά μήκος της διαδρομής. Η αλήθεια είναι ότι το ενδεχόμενο να συμβεί κάτι τέτοιο το είχαμε συζητήσει και με τον Νίκο τις μέρες που προηγήθηκαν του ΡΒΡ, και είχαμε εκ των προτέρων συμφωνήσει ότι σε περίπτωση μεγάλης διαφοράς, ο καθένας μας θα ακολουθούσε τον δικό του ρυθμό. Συνεπώς ήταν πια δεδομένο ότι, παρά το γεγονός ότι ξεκινήσαμε την περιπέτεια μαζί με τον Νίκο και τον Παναγιώτη και ότι θα ήθελα πολύ να την τελειώναμε και μαζί, αυτό ήταν αδύνατον γιατί κανένας μας δεν θα την ευχαριστιόταν. Άρα αργά ή γρήγορα οι δρόμοι μας θα χωρίζανε. Όμως με τα παιδιά και ειδικά τον Νίκο έχουμε μια μεγάλη μπρεβετάδικη προϊστορία καθώς βγάλαμε πολλά μπρεβέ μαζί και σταθήκαμε δίπλα ο ένας στον άλλον σε περισσότερες περιπτώσεις απ’όσες μπορώ να θυμηθώ, και δεν ήθελα να φύγω έτσι, οπότε περίμενα να έρθει μια καταλληλότερη στιγμή για να υποχωρήσει ο εκνευρισμός που είχε δημιουργηθεί.

Τελικά, μερικά χιλιόμετρα παρακάτω, σε ένα ανηφοράκι μέσα στη νύχτα, μου λέει ο Νίκος «φύγε Δημήτρη, να μην σε καθυστερώ». Χαμογελάω, σηκώνομαι ορθοπέταλο και φεύγω, χαρούμενος μεν που θα μπορούσα πλέον να πάω φυσιολογικά, ωστόσο λυπημένος που τα πράγματα ήρθαν έτσι (Μαν, στεναχωρέθηκα πολύ, και ειλικρινά λυπάμαι που δεν γινόταν αλλιώς... έχουμε όμως πολλά ακόμα μπροστά μας!! J)

Είμαι πια μόνος... χωρίς να είμαι μόνος! Το θέαμα της σειράς από τα αμέτρητα κόκκινα φωτάκια που μεανδρίζουνε σαν φίδι προς το άπειρο, συνοδευόμενο από αυτό το συνεχόμενο χρρρρρ των αλυσίδων μέσα στη σιωπή της νύχτας... Είναι μαγικό!! Προσπαθώ ανεπιτυχώς να συλλάβω έστω και μέρος της αίσθησης αυτού του κομματιού του παραδείσου σε μια φωτογραφία: κουνημένη L!! Μάλλον θα πρέπει να αρκεστώ στο να έχω την εικόνα χαραγμένη στο μυαλό μου σαν ανάμνηση, που δύσκολα όμως θα σβήσει... Είναι στιγμές σαν κι αυτές που δικαιολογούν και δίνουν νόημα σε όλη την προσπάθεια, τα έξοδα και την ταλαιπωρία, και που κάποιος που δεν τις έχει ζήσει ίσως δεν μπορεί να το καταλάβει.

 


Κι έπειτα, κάθε μερικά μέτρα υπάρχουν και τα χειροκροτήματα και η χαμηλόφωνη υποστήριξη από τους απλούς ανθρώπους μπροστά στα σπίτια των οποίων περνάει η διαδρομή: «Bravo, Bravo! Bon courage, allez, allez!!» Που και που έχει και άσπρα φώτα στο πλάι του δρόμου: είναι τα τραπεζάκια που έχουν στήσει οι κάτοικοι στην είσοδο της αυλής τους, με πινακίδες γραμμένες σε χαρτόνια: Ravito gratuis, café, thé, gateau, κλπ. (Δωρεάν ανεφοδιασμός, καφές, τσάι, κέικ...). Σταματάω σε ένα τέτοιο για καφέ, δίπλα μου ένας Ρώσος και δύο Ισπανοί. Μια νεαρή κυρία μου δίνει καφέ, ζάχαρη, γάλα. Βλέπει το «Grèce» γραμμένο στο παντελονάκι μου και με ρωτάει πόσοι είμαστε από την Ελλάδα. 59 της απαντάω, 58 άντρες 1 γυναίκα. Νιώθω περίεργα υπερήφανος καθώς μου λέει μπράβο, μπράβο... Η Ελλάδα τώρα τελευταία δεν μας έχει δώσει και πολλές ουσιαστικές ευκαιρίες να νιώθουμε περήφανοι, αλλά τουλάχιστον σ’αυτό, στο ποδήλατο δηλαδή, και ειδικά στα μπρεβέ και τις υπεραποστάσεις, είμαστε πολύ καλοί παγκοσμίως και έχουμε πολύ καλό έμψυχο υλικό που δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει από τα μεγαθήρια του χώρου. Θα ήμασταν πολύ μπροστά ως χώρα αν πατούσαμε σιωπηλά σε κάτι τέτοια, αντί να επιδιδόμαστε σε αμέτρητες, ανούσιες και κενές παρλαπιπιές χωρίς αντίκρισμα, πράμα που τόσο πολύ αρέσει στη φυλή μας να κάνει...

 

Φτάνω Mortagne-au-Perche, το πρώτο σημείο ανεφοδιασμού στα 140 km, λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Ούτε που κατάλαβα πως έφυγαν τα χιλιόμετρα. Πριν φτάσω στις εγκαταστάσεις του διοργανωτή, χωρίς να ξεκαβαλήσω δίνω τα παγούρια μου σ’έναν χαρούμενο μεθυσμένο έξω από ένα μπαρ για να μου τα γεμίσει μέσα καθώς εγώ κρατάω το μισογεμάτο ποτήρι της μπύρας του περιμένοντας να επιστρέψει. Φτάνω στις εγκαταστάσεις. Ααα, ώστε έτσι είναι λοιπόν! Εκατοντάδες ποδήλατα είναι ακουμπισμένα ή κρέμονται από τα κιγκλιδώματα που έχει βάλει η διοργάνωση για τον σκοπό αυτό. Βρίσκω μια θέση. Δεν είναι κοντρόλ, αλλά μπαίνω μέσα να πάρω μπαταρίες ΑΑ για το GPS. Όταν το δουλεύεις με αλκαλικές, τις καταναλώνει δυστυχώς πολύ γρήγορα σε σχέση με τις επαναφορτιζόμενες Ni.M.H. Το καλό είναι ότι η συσκευή παίρνει μπαταρίες του εμπορίου και μπορείς να τις προμηθευτείς οπουδήποτε, ανακυκλώνοντας ταυτόχρονα τις παλιές για να μην κουβαλάς το έξτρα βάρος. Είναι μια καλή λύση για πολυήμερες διαδρομές, ίσως βέβαια όχι και τόσο καλή από περιβαλλοντικής και οικονομικής απόψεως σε σχέση με τη λύση της φόρτισης από το δυναμόκεντρο ή από ένα μικρό ηλιακό πάνελ, αλλά καλύτερη θεωρώ από το να κουβαλάς μπάτερυ πακ ή φορτιστές που θέλουν μπρίζες και αναμονή. Τρώω στο πόδι ένα κομμάτι homemade ενεργειακής μπάρας βρώμης και ξηρών καρπών. Θα έμελε να είναι το πρώτο και το τελευταίο κομμάτι μπάρας που θα έτρωγα σ’ όλο το ΡΒΡ, καθώς είχα μεν ετοιμάσει καμιά δεκαπενταριά για το δρόμο, ο ανεφοδιασμός όμως στη διαδρομή ήταν τόσο συχνός και πλούσιος (και ειδικά τα κρουασάν νοστιμότερα) που τελικά, αφού τις πήγα ανόητα μέχρι στη Βρέστη και τις έφερα πίσω επί μήκους 1008 χιλιομέτρων, κατέληξα να τις πετάξω άδοξα στα σκουπίδια στην επιστροφή στη Villaines-la-Juhel!

 


Φεύγω σύντομα από Mortagne. Μπαίνω σε μια διαδικασία που αποτελείται από το να ανεβαίνεις το ανηφοράκι, να κατεβαίνεις από την αντίθετη, να ξανανεβαίνεις, να ξανακατεβαίνεις... συνέχεια... Είμαι βέβαιος ότι δεν είναι έτσι, αλλά όλες οι ανηφόρες μου φαίνονται να είναι ελαφρά αριστερόστροφες (!?!). Για τις κατηφόρες δεν θυμάμαι να έχω άποψη... Επίσης, κάτι άλλο που μου κάνει εντύπωση είναι ότι τους περνάω όλους! Όλους!(?) Μα όλους!!! Ειδικά στα ανηφοράκια, ας πούμε με μεγάλη ευκολία (για να μην πω σαν σταματημένους). Αναρωτιέμαι τι γίνεται, καθώς απλά συντηρώ έναν ρυθμό που δεν με ζορίζει καθόλου. Σφυγμοί εκεί, γύρω στο 140, χαλαρά δηλαδή. Αρχίζω και αμφιβάλω για τον εαυτό μου, μήπως όλοι αυτοί είναι βετεράνοι του ΡΒΡ και ξέρουν κάτι που δεν ξέρω; Μετά σκέφτομαι «χαλάρωσε μαν, για όλους αυτούς που περνάς είναι άλλοι τόσοι που δεν θα φτάσεις ποτέ. Δεν είναι κάνα μπρεβεδάκι με 30 συμμετοχές, είναι το ΡΒΡ με 6000 συμμετοχές...» Σωστό. Τέλος πάντων, δεδομένου ότι δεν με κουράζει καθόλου αποφασίζω να κρατήσω τον ίδιο ρυθμό, και ότι γίνει έγινε! Άλλωστε είπαμε, πιο αργά με κουράζει πιο πολύ. 

Φεύγουν τα χιλιόμετρα, και κάπου εκεί στο 170 καθώς προσπερνάω άλλο ένα μικρό γκρουπάκι, ακούω μια φωνή «Ε, Γκρέτσια»!! Γυρνάω και βλέπω δίπλα μου ένα παιδί πάνω σ’ένα Focus (αν θυμάμαι καλά), ο οποίος έχει επιταχύνει και συμπορεύεται. Τον αναγνωρίζω, είναι ένας Ιταλός που γνωρίζει τον Τσεκούρα από την Trans-Continental Race πέρσι. Έλα μαν, πως σε λένε; Mattia μου απαντάει, εσένα; Dimitri, χαίρω πολύ! Παίρνουμε τον δρόμο μαζί. Κουβεντιάζουμε για πολλά, και μου λέει πόσο αγαπάει την Ελλάδα και τους Έλληνες. Εν τω μεταξύ, προσπερνάμε διάφορα γκρουπάκια, και μου δίνει την εντύπωση ότι ξέρει τουλάχιστον δυο-τρία άτομα σε καθένα από αυτά καθώς τους χαιρετάει περνώντας. Ταυτόχρονα, παρατηρώ ότι ποδηλατεί άνετα με τον ίδιο φυσιολογικό ρυθμό με μένα. Τον ρωτάω από που είναι. Lecco, στο Lago di Como, στους πρόποδες των Άλπεων. Α, έτσι εξηγείται, και σου αρέσει η ανηφόρα, ρωτάω; Μόνο ανηφόρα κάνω όταν βγαίνω προπόνηση, μου απαντάει. 

Είκοσι χιλιόμετρα πριν από το πρώτο κοντρόλ στη Villaines-la-Juhel, σβήνει το GPS. Εξηγώ στον Mattia ότι θα σταματήσω ν’ αλλάξω μπαταρίες καθώς καταγράφω τη διαδρομή, ενώ αυτός μου φωνάζει ότι θα με περιμένει στο κοντρόλ. Αλλάζω, συνεχίζω και φτάνω στη Villaines λίγο πριν τις 4 τα ξημερώματα. Μετά την ανηφόρα εισόδου στο χωριό, περνάω μια διαφημιστική καμάρα πίσω από την οποία τα ποδήλατα είναι παρκαρισμένα κατά μήκος του δρόμου μπροστά από τις εγκαταστάσεις. Βρίσκω μια θέση και την ώρα εκείνη βλέπω τον Mattia, που μου φωνάζει να πάω να σφραγίσω και να ξαναβγώ έξω, καθώς μέσα το φαγητό είναι ακριβό και δεν είναι καλό. Παίρνω τη θήκη με τα χαρτιά, λεφτά κλπ και προχωράω στο σφράγισμα. Η ουρά είναι μικρή και δίνω αμέσως την κάρτα μου σ’έναν εθελοντή που τη σφραγίζει. Βλέπω όμως μια μεγαλύτερη ουρά για τα σνακ. Βγαίνω και βρίσκω τον Mattia που μου λέει ότι λίγο πριν έχει ένα boulangerie με πολύ καλύτερα και φθηνότερα προϊόντα. Εγώ βέβαια θα προτιμούσα να φάω κάτι σαν μακαρονάδα (δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι απέναντι ήταν το εστιατόριο της διοργάνωσης), αλλά εντάξει, τι να κάνουμε, αφού αυτό είναι! 

Κοντά στο boulangerie βλέπω τον Λάζαρο. Έλα μαν, τι έγινε; Καλά. Που είναι ο Μαυρόπουλος; Κάπου θα κοιμάται... Τρώμε με τον Mattia κάτι chaussons aux pommes (μηλόπιτες δηλαδή), ένα μεγάλο cookie που λέγεται κάπως αλλιώς στα γαλλικά, κρουασάν, και καφέ που δεν είχε γεύση, απλά χρωματισμένο νερό με τ’όνομα καφέ. Βάζω και ένα κρουασάν στο πίσω τσεπάκι και ντύνομαι το αντιανεμικό. Ο Ματία κάνει το ίδιο καθώς η θερμοκρασία είναι χειμερινή, εκεί κάπου στους 10°C Στις 5 παρά φεύγουμε. Στην έξοδο της Villaines, περνάω δίπλα από τον Καλεβέα, και αφήνω τον Ματία να φύγει. Σύντομα έρχεται και ο Τασιόπουλος. Τα παιδιά μου λένε ότι φάγανε καλά στο εστιατόριο του οποίου δεν γνώριζα την ύπαρξή. Δεν πειράζει, θα τη βγάλω με το κρουασάν μέχρι το επόμενο. Πάμε μαζί με τα παιδιά για λίγο χαλαρά με χαμηλών τόνων κουβεντούλα, εναλλασσόμενοι στο τράβηγμα μπροστά. Μαζί μας συμπορεύονται ενίοτε και άλλοι ποδηλάτες. Σε κάποια φάση βρίσκομαι μπροστά και ποδηλατώ. Γυρνάω μετά από λίγο πίσω και δεν τους βλέπω. Χωρίς να το αντιληφθώ είχα απομακρυνθεί. Δεν πειράζει, άλλωστε οι δυο τους ήταν μια παρέα μεταξύ τους και με τον δικό τους ρυθμό. Επιταχύνω. 

Λίγο αργότερα, κάποιος με περνάει! Είναι ο πρώτος randonneur που το κάνει και χαμογελάω για το πρωτόγνωρο αυτό γεγονός J. Λίγο παρακάτω, βρίσκω ξανά τον Ματία. Άντε πάμε μαζί! Μπαίνουμε σε μια διαδικασία κατά την οποία ανεβαίνουμε τα ανηφοράκια, κατεβαίνουμε, μπαίνουμε σε χωριό, βγαίνουμε, περνάμε πολύ κόσμο που χαιρετάει ο Ματία, μας χειροκροτούν με πολλά allez από τις άκρες του δρόμου... καταντάει λίγο μονότονο όσο περνάει η ώρα. Μετράω αντίστροφα όσα απομείνανε από τα 90 χιλιόμετρα που μας χωρίζουν από το δεύτερο κοντρόλ στη Fougères. Ξημερώνει και στη ατμόσφαιρα πλανάται μια αραιή ομίχλη. Σύντομα όμως ο ήλιος σκάει μύτη και αρχίζει να μας ζεσταίνει. Ωστόσο ο Ματία έχει θέμα με τον ύπνο, καθώς μου λέει ότι δεν μπορεί να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. Του προτείνω να σταματήσουμε στο επόμενο σπίτι που προσφέρει ανεφοδιασμό για να στανιάρουμε λιγάκι, καθώς και γω νιώθω την ανάγκη για καφέ. Σύντομα το βλέπουμε το εν λόγω σπίτι στα δεξιά μας, σε μία κατηφόρα στην είσοδο του Ambrières-les-Vallées, καθώς χαράζει η αυγή. Σταματάμε μαζί με έναν Ισπανό που είχε κολλήσει πίσω μας τα τελευταία δέκα λεπτά. Ο κύριος του σπιτιού, ο γιος του και ένας φίλος τους μας προσφέρουν καφέ και κέικ. Ο Ματία βλέπει ένα διπλό στρώμα στο πίσω μέρος του γκαράζ μ’έναν Ρώσο να κοιμάται στην αριστερή πλευρά του. Πάνε κοιμήσου, του λέει ο κύριος. Ξύπνα με σε 5 λεπτά, μου λέει. Τον αφήνω να κοιμηθεί 20 δίπλα στον Ρώσο, καθώς πιάνω την κουβέντα στα γαλλικά με τον οικοδεσπότη μας. Το μόνο που μας ζητάει ως αντάλλαγμα για τη φιλοξενία είναι τους αριθμούς πλαισίου, τα ονόματα και τις εθνικότητές μας που σημειώνει σ’ένα τετράδιο, καθώς και αν θέλουμε να αφήσουμε κάτι (une pièce, λέει, δηλαδή ένα νόμισμα) για τις προμήθειες. Του αφήνω 1 € ενώ παραπονιέται ότι κάποιοι Κινέζοι νωρίτερα έφαγαν και ήπιαν τον αγλέορα και δεν άφησαν τίποτα, και πως θα βγουν τα έξοδά του, κλπ. 

Ξυπνάω τον Ματία, και συνεχίζουμε τη διαδρομή των 50 χιλιομέτρων μέχρι τη Fougères. Μετά από ένα δίωρο αλλεπάλληλων επαναλήψεων του ίδιου σκηνικού, φτάνουμε τελικά περίπου στις 8.30 κάτω από τον λαμπερό πρωινό ήλιο στο κοντρόλ, αφού διασχίσαμε κατηφορικά ένα μεγάλο μέρος της κωμόπολης. Ποδηλατούμε μέχρι το κοντρόλ που βρίσκεται σ’ένα κτίριο στο πίσω μέρος του χώρου της διοργάνωσης, σφραγίζουμε και επιστρέφουμε με τα ποδήλατα μας στο εστιατόριο μπροστά. Επιτέλους θα φάω κανονικό φαγητό! Τι έχει; Δεν θυμάμαι ακριβώς, κάτι hachis parmentier ίσως, δηλαδή πουρές με κρέας (όχι χασίς...). Μπα όχι. Τι άλλο; Ζυμαρικά με κοτόπουλο και σάλτσα μανιτάρια. Οκέυ, αυτό! Ένα ψωμάκι, μια κόκα-κόλα... 15 € περίπου. Με το δικό μας το μυαλό, τσιμπημένο γι’ αυτό που είναι! Αλάτι; ...ψάχνει... Δε βρίσκουμε... δεν πειράζει, το τρώω κι έτσι. 

Καθόμαστε με τον Ματία να φάμε. Βάζω τη πρώτη μπουκιά μακαρόνια στο στόμα... Από γαστρονομικής απόψεως, το φαγητό είναι παντελής αποτυχία! Δε βαριέσαι, δεν είναι ακριβώς φαγητό, καύσιμο είναι... Γενικά όμως, με ελάχιστες εξαιρέσεις σ’όλο το ΡΒΡ υπήρχε θέμα με το μαγειρεμένο φαγητό στα σημεία ανεφοδιασμού της διοργάνωσης. Απλά δεν ήταν νόστιμα! Όχι πως ήταν και τόσο αηδία ώστε να μην τρώγονται, αλλά έλειπε από μέσα εκείνο το μερακλίδικο χεράκι που κάνει τη διαφορά στη γεύση. Δε λέμε να’ταν και τίποτα γκουρμέ να πούμε, αλλά ρε παιδί μου αν σε μια σάλτσα βάλεις π.χ. λίγο αλατάκι, λίγο πιπεράκι και μια κουταλιά ριγανίτσα, το φαγητό εκτοξεύεται μερικά επίπεδα προς τα πάνω, από το απλό «ντάξει, φά’ το τώρα και μη μιλάς» στο «μμμμ, ωραίο...»

 

Ο Ματία με ρωτάει αν ξέρω τον Steffen. Και ποιος δεν τον ξέρει στην Ελλάδα, είναι φίρμα στο χωριό! Μία άλλη πολύ δυνατή ποδηλάτισσα που κάνει υπεραποστάσεις, την ξέρω από το TCR? Εννοείς την Βασιλική Βούτζαλη. Ναι, αυτήν!! πολύ καλή, την γνωρίζεις? Όχι δεν την γνωρίζω προσωπικά, αλλά ξέρω ποια είναι, πράγματι πολύ δυνατή... κοκ.

 

Στο τέλος σηκώνεται και μου λέει ότι θα φύγει για να προλάβει να φτάσει το βράδυ στη Βρέστη να κοιμηθεί εκεί. Απαντάω ότι θεωρητικά και γω θα είμαι στη Βρέστη κάπου μέσα στη νύχτα, ωστόσο εσύ είσαι 29 και μπορείς να φύγεις άμεσα, εγώ που είμαι 47 θα μείνω λίγο ακόμα ν’αράξω. Εμείς οι Θεσσαλονικείς παίρνουμε την χαλλλλλάρωσή μας πολύ στα σοβαρά, ξέρετε...

 

Φεύγει ο Ματία, και μετά από ένα μισάωρο σηκώνομαι να ετοιμαστώ και γω. Την ώρα εκείνη βλέπω τους Τασιόπουλο και Καλεβέα και ανταλλάσσουμε μερικές κουβέντες πριν αποχαιρετηθούμε. Αφού μεταμορφώνομαι για daytime ποδηλασία βγάζοντας και μαζεύοντας μπατζάκια, αντιανεμικά, γκέτες κλπ, φεύγω από Fougères ορεξάτος με προορισμό το Tinténiac. Άντε να μπούμε και στα ac, σκέφτομαι. Όσο πιο πολλά ακ, τόσο πιο κοντά στη Βρέστη! 




Η διαδρομή είναι ηλιόλουστη, αλλά εκτός από τη διέλευση δίπλα σε μια λιμνούλα μετά από μια αριστερή στροφή, δεν θυμάμαι και τίποτα αξιοσημείωτο.

 




Η αλήθεια είναι ότι, από ένα σημείο και μετά (και μάλλον αυτό ήταν το σημείο), η διαδρομή μου φαινόταν ότι ήταν μια συνεχή επανάληψη του ίδιου πράγματος! Ανηφοράκι, κατηφοράκι, ανηφοράκι, κατηφοράκι... ξανά... και ξανά... και ξανά, επ’ αορίστου... Στο δρόμο κάθε μερικά χιλιόμετρα ήταν στημένο κάποιο άτυπο σημείο ανεφοδιασμού (βλέπε παρακάτω για περιγραφή). Τα χωριά ενέπιπταν σε μία από τις τρεις παρακάτω κατηγορίες:

Κατηγορία 1η: μπαίνεις στο χωριό ανηφορίζοντας σε ελαφρά αριστερή στροφή, κάνεις κάνα-δυο στροφές ανάμεσα στα κτίρια του χωριού, περνάς μπροστά από την σκοτεινή πέτρινη εκκλησία με το ψηλό, μυτερό καμπαναριό όπου τελειώνει και το ανηφορικό κομμάτι, μετά φεύγεις λίγο ίσια στην ανθόσπαρτη πλατεία που έχει μερικά μαγαζάκια, συνεχίζεις κατηφορίζοντας και κάνα-δυο στροφές αργότερα έχεις βγει από το χωριό και ξαναπιάνεις τις ανηφοροκατηφόρες. 

Κατηγορία 2η: μπαίνεις μέσα στο χωριό σε κατηφόρα και συνεχίζεις να κατηφορίζεις σε αρκετά στενό κεντρικό δρόμο ανάμεσα στα κτίρια. Φτάνεις σε κάποια φάση σε ποτάμι, ή λιμνούλα ή τέλος πάντων κάτι νερουλό το οποίο προσπερνάς με γέφυρα. Το καμπαναριό της απαραίτητης πέτρινης εκκλησίας φαίνεται κάπου κοντά αριστερά πίσω από κτίρια αλλά εν γένει δεν είναι πάνω στο δρόμο. Μόλις περάσεις τη γέφυρα, ανηφορίζεις δεξιόστροφα κατά μήκος του νερουλού πράγματος στο δεξί σου χέρι, καμιά φορά με αρκετά έντονη κλίση. Μετά στρίβεις αριστερά και συνεχίζεις την ανηφόρα με κάνα δυο στροφές ακόμα ανάμεσα σε κτίρια ώσπου τελικά βγαίνεις από το χωριό και ξαναπιάνεις τις ανηφοροκατηφόρες. 

Κατηγορία 3η: σε οριζοντιογραφικά ευθεία πορεία αλλά μηκοτομικά με ελαφρά ανηφόρα ή κατηφόρα, διασχίζεις το μακρόστενο χωριό του οποίου τα οικήματα βρίσκονται εκατέρωθεν του κεντρικού, περνώντας ίσως από κάνα δυο roundabouts για να σπάσει η μονοτονία, και βγαίνεις από το χωριό για να ξαναπιάσεις τις ανηφοροκατηφόρες.

 




Κάθε χωριό, ανεξαιρέτως, ανήκει σε μία από αυτές τις 3 κατηγορίες. Ανεξαρτήτως κατηγορίας, στους δρόμους και τις διασταυρώσεις του χωριού έχει ανθρώπους που σε χειροκροτάνε allez-allez, παιδάκια που σου τεντώνουν το χέρι για να κάνεις κολλαπέντε (έκανα μέχρι και 5 στη σειρά), κάτοικοι αραχτοί σε καρέκλες μπροστά στο σπίτι τους που σε τραβάνε φωτογραφία, καθώς και άλλοι που είτε ντρέπονται να σε τραβήξουν από μπροστά είτε θέλουν ν΄αποθανατήσουν το πίσω μέρος της φανέλας σου και περιμένουν να περάσεις για να σε πάρουν από πίσω. Επίσης κάθε χωριό προσφέρει ένα ή δύο σημεία άτυπου ανεφοδιασμού με νερό, καφέ, χυμό, κέικ, κρέπες, ίσως κάνα σουβλάκι (τρόπος του λέγειν τώρα, μάλλον λουκάνικα και παντσέτες ήταν... αλλά ψησταριά κανονική στα κάρβουνα... α ναι, και το σουβλάκι το εννοώ ως εκείνα τα κομμάτια κρέας πάνω στο ξυλάκι, φίλοι Αθηναίοι, ξέρετε, αυτό που εσείς αποκαλείτε καλαμάκι, όχι το σουβλάκι=πίτα γύρο...J).... Στους ανεφοδιασμούς, τα αγαθά είναι είτε δωρεάν, είτε με δικιά σου δωρεά σε ένα κυπελάκι ότι ήθελες (κάνα κέρμα δηλαδή), είτε με τιμοκατάλογο στους πιο business-oriented Βρετόνους. 

Συχνά ακούω επίσης «cest un Grec», ή «la Grèce» να λέγεται χαμηλόφωνα καθώς περνάω μπροστά από θεατές, χωρίς γενικά να μπορώ να προσδιορίσω αν οι λέξεις αρθρώνονται ως απλή διαπίστωση ή αν δηλώναν θαυμασμό, αδιαφορία, έκπληξη ή αποδοκιμασία... πιστεύω μάλλον ότι είναι απλή διαπίστωση τις περισσότερες φορές... 

Αυτό ήταν, συνέχεια, over and over and over again!!! 

Tinténiac. Γύρω στις 12 το μεσημέρι, μπαίνοντας μέσα στις εγκαταστάσεις που ήταν λίγο πριν από το κυρίως χωριό, για κάποιο λόγο αμέσως συμπαθώ αυτό το μέρος (μαζί με τη Villaines στην επιστροφή και το St.Nicholas-du-Pelem, ήταν το αγαπημένο μου κοντρόλ). Να’ταν ο λαμπερός ήλιος, να’ταν η μουσική που έπαιζε, να’ταν το γεγονός ότι ήμουν ακόμα ξεκούραστος... δεν ξέρω, αλλά ένιωθα πολύ καλά. Παρκάρω στα κιγκλιδώματα, σφραγίζω και βγαίνω αριστερόστροφα γύρω από το κτίριο ξανά στην αυλή. Δεν είμαι για φαγητό ακόμα, αλλά ένα σαντουιτσάκι θα το έτρωγα. Αριστερά βλέπω μία τέντα κάτω από την οποία διαφημίζονται τα σάντουιτς με μπαγκέτα. Τέλεια. Qu’ est-ce que vous avez comme baguettes? (Τι μπαγκέτες έχετε;). Au jambon ou aux rilletes. Ζαμπόν ή ριγιέτ, δηλαδή πατέ από πήλινη συσκευασία (σε αντίθεση με το κανονικό paté που είναι χύμα και το κόβουν σε χοντρές φέτες για το σερβίρισμα). Γιάμι!! Un sandwich au jambon, un aux rilletes et une banane, s’il vous plaît. Cinq euros cinquante. Merci, au revoir et bonne route, monsieur !... Πόσο ταγαπώ αυτά τα Γαλλικά, ρε παιδί μου!! 



Πάω και στη buvette, το σταντ από την απέναντι μεριά με τα ροφήματα, και παίρνω καφέ. Πηγαίνω και κάθομαι σ’ένα παγκάκι δίπλα στο ποδήλατό μου, δίπλα σ’έναν σγουρομάλλη που φοράει το επίσημο μπλε-άσπρο-κόκκινο μπλουζάκι ΡΒΡ της διοργάνωσης και που λιάζεται στον ήλιο, και πιάνω την μπαγκέτα με ριγιέτ. Από μπροστά μου περνάει ο Μαυρόπουλος. Τι έγινε, Δημήτρη; Καλά ρε! Που είναι οι άλλοι, ο Μαθιούδης εδώ, ο Ζουβ εκεί, κλπ. Εσύ, που είναι ο Κασομούλης; Δεν ξέρω, έχω να τον δω από πριν τη Mortagne... κλπ, κλπ... Εσύ, πως εδώ; Να, κοιμήθηκα σε κάποια φάση. Τι; Εσύ δεν κοιμήθηκες; Μην κάνεις χαζομάρες μαν, είναι 1200 χιλιόμετρα, πρόσεχε. Ευχαριστώ Δημήτρη, θα προσέχω.  Ωραία, τώρα πάω να σφραγίσω και να φάω. Καλή όρεξη. Βλέπω τον Λάζαρο, και νομίζω την παρέα Ζουβ, Άγης, Μαθιούδης (αν θυμάμαι καλά)... 

Φεύγει ο Μαυρόπουλος και συνεχίζω το σάντουιτς. «Γειά σου Ελλάδα» ακούω από δίπλα μου. Κοντοστέκομαι... Ο λιαζόμενος βιβ-λα-Φρανς μίλησε Ελληνικά ή μου φάνηκε; Γεια σου ρε, τι λέει, πως πάει; Όλα καλά; Καλά, καλά... Είναι ο Στάθης Μπαλωμένος, τον οποίον δεν γνώριζα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Τα λέμε για λίγο όσο τρώω και πίνω τον καφέ μου... 

Αλλάζω μπαταρίες στο GPS και φεύγω από Tinténiac, λίγο απρόθυμα η αλήθεια γιατί καλά ήταν εκεί στον ήλιο με τον καφέ. Η πορεία είναι μια αέναη επανάληψη του ιδίου σκηνικού: ανηφόρα, κατηφόρα, χωριό μιας εκ των τριών κατηγοριών, παιδιά, μεγάλοι, χειροκροτήματα, κλπ... Περνάω μέσα από το Bécherel, ένα χωριό αφιερωμένο στο βιβλίο, που μετράει 15 βιβλιοπωλεία για τους 660 κατοίκους του, και στο οποίο γίνεται μεγάλος αριθμός ετήσιων φεστιβάλ βιβλίου μεταξύ των οποίων και το φεστιβάλ Αρχαίων Ελληνικών και Λατινικών τον Μάρτιο. Σημειώστε ότι οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από τη Βικιπαίδεια, καθώς στη είσοδο του χωριού είδα μια πινακίδα που διαφήμιζε το φεστιβάλ βιβλίου και μου κίνησε το ενδιαφέρον να το ψάξω εκ των υστέρων.

 


Médréac, Quédillac (προσπερνάω το κέντρο ανεφοδιασμού χωρίς να σταματήσω, σημειώνοντας ωστόσο ότι έχει κρεβάτια, αν χρειαστεί για τον γυρισμό). Στην έξοδο του χωριού, κλείνουν μπροστά μου οι μπάρες της ισόπεδης σιδηροδρομικής διάβασης. Ώσπου να προλάβω να φρενάρω, να σταματήσω και να βγάλω τη φωτογραφική, περνάει σφαίρα ένα TGV κινούμενο βόρεια και χάνω το πλάνο. 

Λίγο παρακάτω, στην είσοδο ενός χωριού που λέγεται Illifaut, οι κάτοικοι μιας φάρμας έχουν στήσει πολλαπλά τραπέζια, τέντες, παγκάκια κάτω από τα δέντρα κλπ. Σταματάω για λίγο καφέ. Καθώς με σερβίρει η νεαρή όμορφη κοπέλα, ακούω από πίσω μου τους καθισμένους στα μεγάλα τραπέζια κυρίους και κυρίες μεγαλύτερης ηλικίας, να κάνουν ένα σχόλιο τύπου υποτιμητικής εξυπνάδας για την Ελλάδα με αφορμή τη μπανάνα που βλέπουν να προεξέχει από το πίσω τσεπάκι της πλάτης μου. Γυρνάω και τους λέω στα γαλλικά να έχουν υπόψη τους ότι καταλαβαίνω όσα λένε. Ξαφνιασμένοι αρχικά, μου απαντάνε κάπως επιθετικά ότι δεν εννοούσανε τίποτε κακό, και χαμογελώντας τους λέω ότι και γω ακριβώς γι’ αυτό τους προειδοποίησα ότι ξέρω γαλλικά, για να τους προλάβω ώστε να μην πούνε τίποτα που δεν θα ήταν ευγενικό. Δυστυχώς παρεξηγήθηκαν (επιβεβαιώνοντας έτσι την όχι καλή τους πρόθεση), και καθώς έπαιρνα τον καφέ μου να πάω να κάτσω κάτω από τον πλάτανο πιο πέρα, συνέχισαν πίσω απ’ τη πλάτη μου τα υποτιμητικά σχόλια λίγο πιο χαμηλόφωνα, αλλά με μεγαλύτερο σαρκασμό. Κατά τη διάρκεια του συνόλου των τριών εβδομάδων που περάσαμε φέτος το καλοκαίρι στη Δυτική Ευρώπη, αυτή ήταν η μοναδική εμφανώς αρνητική αντίδραση από δυτικοευρωπαίους στο γεγονός ότι ήμασταν Έλληνες. Σε αντίθεση με τους παππούδες, οι κυρίες και δεσποινίδες που σερβίρανε εμένα και τους άλλους ποδηλάτες ήταν υποδείγματα ευγένειας, γενναιοδωρίας και ψυχικής ομορφιάς, και τις ευχαριστώ γι’ αυτό. 

Ξεχνάω γρήγορα το συμβάν κάτω από τον πλάτανο καθώς πιάνω τη κουβέντα με τρεις Αμερικάνους από τους Seattle Randonneurs, δύο σε tandem και έναν σε ξαπλωτό. Όσο συζητάμε, βλέπω με την άκρη του ματιού μου να περνάει πρώτα ο Καλεβέας, και με διαφορά ενός λεπτού ο Τασιόπουλος. Είδα επίσης και άλλους Έλληνες να περνάνε. Τέλος πάντων, οι Αμερικάνοι του tandem ετοιμαζόταν να φτάσουν κάπου (? είναι ακόμα μεσημέρι) όπου έχουν κλείσει ξενοδοχείο και θα σταματήσουν για το απόγευμα, το βράδυ και μέρος της νύχτας για να κάνουν μπάνιο, να φάνε σε ταβέρνα, να κοιμηθούνε κανονικά σε κρεβάτια με στρώματα και μαξιλάρια, κλπ. Είχαν ωστόσο αμφιβολία αν θα προλάβαιναν τον κόφτη των 90 ωρών. Δεν εξέφρασα άποψη επιτόπου, αλλά μου φάνηκε κάπως να μετράς τα λεπτά ενώ ταυτόχρονα σχεδιάζεις μια πολύωρη κυριλέ στάση σε ξενοδοχείο, αλλά τέλος πάντων, δεν φαινόταν να ήταν και πρωτάρηδες, και στο φινάλε ο καθένας όπως τη βρίσκει, έτσι δεν είναι;.... 

Έρχεται και ο Μπαλωμένος με τον καφέ του να κάτσει δίπλα μου, και κουβεντιάζουμε για λίγο πριν φύγω ξανά. 

Δύο πράγματα μου κάνουν εντύπωση. Το πρώτο είναι οι πληροφοριακές πινακίδες, που εκτός από το γαλλικό όνομα του χωριού το γράφουν και στην τοπική διάλεκτο, τα βρετόνικα (δεν ξέρω, έτσι λέγονται). Φαίνονται να είναι κάτι σε κέλτικα, μοιάζουν ας πούμε με ουαλικά ή κάτι τέτοιο, π.χ. Quédillac = Kedilieg, Ménéac = Menieg, παρακάτω Carhaix-Plouguer = Karaez-Plougêr, κοκ. Ενδιαφέρον... 

Το δεύτερο είναι ότι κάθε τόσο, είχα την εντύπωση ότι έβλεπα την Ελληνική σημαία να κυματίζει σε σπίτια, κτίρια, δημαρχεία, κλπ. Στην πραγματικότητα ήταν η σημαία της Βρετάνης, η οποία ονομάζεται Gwenn ha du και μοιάζει με την γαλανόλευκη, μόνο που οι ρίγες της είναι μαύρες και αντί για σταυρό πάνω αριστερά έχει κάτι σαν 11 αστεράκια, που άμα τα δεις από κοντά μοιάζουν περισσότερο με μικρά σκιάχτρα. Η βικιπαίδεια λέει ότι συμβολίζουν τη φουντωτή άκρη της ουράς της ερμίνας, ένα μικρό τριχωτό θηλαστικό σαν κουνάβι, τις ουρές του οποίου χρησιμοποιούσαν στον μεσαίωνα για να διακοσμήσουν τις ασπίδες, από τις ασπίδες εξελίχθηκαν τα οικόσημα και από τα οικόσημα η σημαία... Ωραίο, ε; Οπότε όποιος διαβάζει αυτές τις σειρές θα ξέρει στο επόμενο ΡΒΡ τι βλέπει όταν κοιτάει την ασπρόμαυρη με οριζόντιες ρίγες σημαία της Βρετάνης...

 

Παρατηρώ επίσης ότι καθώς εισχωρώ όλο και βαθύτερα στη Βρετάνη, οι κλίσεις των ανηφορικών κομματιών αυξάνονται και το έδαφος γίνεται πιο λοφώδες με εντονότερο ανάγλυφο. Το τοπίο εξακολουθεί βέβαια να κυριαρχείται από φάρμες, αγελάδες, σανόμπαλες και τέτοια. 

Φτάνω στο Loudéac, και η πινακίδα της βρετονικής εκδοχής του ονόματος με κάνει και χαμογελάω: Loudia! Μα τόσο καιρό κάνω ποδήλατό και έχω φτάσει μόνο στον Λουδία! (ένα χωριό 40 χλμ από τη Θεσσαλονίκη). Σίγουρα το χωριό αυτό το ιδρύσανε τίποτε αρχαίοι Λουδιώτες που αποικήσανε την περιοχή! Α, ρε, παντού είμαστε μεις οι Έλληνες, ρε!!! 



Μπαίνω στις εγκαταστάσεις που φαίνονται να είναι κάτι σαν σχολείο, παρκάρω το ποδήλατο με λίγη καθυστέρηση γιατί δυσκολεύομαι να βρω μια θέση. Μπαίνω για σφράγισμα. Είναι απόγευμα. Γεμίζω τα παγούρια σ’έναν ψύκτη μέσα στην αίθουσα του εστιατορίου. Δεν πεινάω για να φάω γεύμα, αλλά έχω τη μπαγκέτα με ζαμπόν από το Tinténiac, την οποία τρώω καθώς κάθομαι στα σκαλοπάτια έξω. Σε κάποια φάση, νιώθω μια αναταραχή στην ατμόσφαιρα. «Έρχεται ο πρώτος, έρχεται ο πρώτος!», ακούω να λέγεται στα γαλλικά. Κάποιοι εθελοντές ανοίγουν έναν διάδρομο ζητώντας διάφορους όρθιους θεατές και ποδηλάτες να μετακινηθούν στο πλάι. Από τη θέση μου στα σκαλοπάτια βλέπω έναν ποδηλάτη με κόκκινη φανέλα να έρχεται φορτσάτος από το διάδρομο εισόδου, να αφήνει το ποδήλατό του στην σούπερ προσιτή θέση που του ανοίξανε και που του υποδεικνύει ένας εθελοντής, να παίρνει τα παγούρια του και με τροχαδάκι να μπαίνει μέσα για σφράγισμα, ενώ εθελοντές του ανοίγουν το δρόμο και θεατές τον χειροκροτάνε. Ούτε ένα λεπτό αργότερα, πάλι με τροχαδάκι βγαίνει από το κοντρόλ τρώγοντας κέικ και κουβαλώντας και κάνα δυο μπουκάλια έξτρα. Περνάει από μπροστά μου καθώς έχω σηκωθεί για να τον πάρω φωτογραφία, και με το βλέμμα καρφωμένο στο στόχο του θαρρείς και έβλεπε το Παρίσι πέρα μακριά, φτάνει μ’ελαφρά πηδηματάκια (κυριολεκτικά!) στο ποδήλατό του, το καβαλάει και φεύγει όπως ήρθε κάτω από τα χειροκροτήματα του κοινού. Κοιτάω το ρολόι μου. Αυτός ο τύπος σε κάτι παραπάνω από 24 ώρες είχε ήδη καλύψει τα 2/3 της διαδρομής! Ώρε μάγκα! Εθνικότητος; Γερμανός μου λέει κάποιος. Εμ, τι άλλο, φάκεν biking machine! 



Φεύγω από τον Λουδία. Οι εθελοντές στην έξοδο, αντί για bonne route μου λένε κάτι καινούριο: «à demain», δηλαδή «τα λέμε αύριο». Εεε, σωστά! Αύριο πάλι εδώ θα είμαι! Η σκέψη αυτή μου δίνει πολλή δύναμη, και φεύγω ορεξάτος. 

Στο δρόμο, παρατηρώ ότι το πίσω ντεραγιέρ δυσκολεύεται να κρατήσει το 20. Στέκεται, αλλά δεν είναι αυτονόητο, θέλει κάποιες κινήσεις ακριβείας για να το φέρεις έτσι ώστε να κουμπώσει η αλυσίδα στη θέση της. Αυτό βέβαια δεν είναι φυσιολογικό, και σκέφτομαι ότι θα πρέπει να ξαναδώ τη ρύθμιση που έκανα τη Κυριακή έξω από το Vélodrome. Μετά όμως σκέφτομαι ότι μόνο στο γρανάζι αυτό παρατηρείται πρόβλημα, σ’όλα τ’άλλα δεν υπάρχει. Τι να συμβαίνει; Δεδομένου ότι είναι η ταχύτητα με το μεγαλύτερο ποσοστό χρήσης, μήπως έχει φαγωθεί δυσανάλογα το συγκεκριμένο γρανάζι σε σχέση με τα άλλα; Θα πρέπει να το ρίξω μια ματιά με τη πρώτη ευκαιρία... 

Ανηφόρες, κατηφόρες, χωριά τριών κατηγοριών, χειροκροτήματα allez… Το επόμενο σημείο ενδιαφέροντος είναι το St. Nicholas-du-Pelem, μόνο 45 χιλιόμετρα πιο πέρα. Καμιά δεκαριά χιλιόμετρα πριν φτάσω, καθώς προσπερνάω ένα γκρουπάκι, κολλάει πίσω μου ένας ραντονέρ με στολή μπλε, κόκκινη και άσπρη. Έρχεται δίπλα μου: «γκιά σου, φίλε, είσαι από Ελλάντα;» Ναι, εσύ; Σερβία. Έλα, μου λέει και επιταχύνει δείχνοντας με το δάχτυλο τον πίσω τροχό του. Κολλάω πίσω του για λίγο αλλά είναι πάρα πολύ γρήγορος και ανεβάζω τους σφυγμούς μου στο όριο. Μετά από λίγο τον αφήνω να απομακρυνθεί. 


Μπαίνω στις εγκαταστάσεις του St. Nicholas-du-Pelem. Είναι σημείο μόνο γι’ ανεφοδιασμό, όχι κοντρόλ. Αμ δε που δεν είναι κοντρόλ! Με το που μπαίνω στις εγκαταστάσεις, μου λέει η εθελόντρια «για Βρέστη κοντρόλ, για Παρίσι όχι, προς τα που πάτε; Βρέστη. Τότε κοντρόλ παρακαλώ». Παρκάρω και μπαίνω μέσα με τα χαρτιά μου. Στα γαλλικά: «δεν περίμενα κοντρόλ εδώ, είναι κρυφό έτσι; Και βέβαια, κύριε, είναι κρυφό. Εσείς στην Ελλάδα δεν έχετε κρυφά;» Σκέφτομαι τον Έκτορα... «Πως και δεν έχουμε, σε πολλά μπρεβέ είναι στάνταρ τα κρυφά...» 

Ώρα για καφέ και κάνα-δυο κρουασάν. Πολύ μικρή η ουρά, τα αγοράζω στο λεπτό από έναν πολύ εξυπηρετικό κύριο, βάζω γάλα-ζάχαρη στον καφέ, και πάω και κάθομαι σε έναν πάγκο με την πλάτη στον τοίχο. Στο διπλανό τραπέζι ο Σέρβος μιλάει σλάβικα (δεν κατάλαβα αν ήταν σέρβικα ή βουλγάρικα, ρώσικα δεν ήτανε) με έναν Βούλγαρο και έναν Ρώσο. Με βλέπει και με ρωτάει ποια ποιότητα της Doltcini είναι η στολή μου. Του απαντάω και πιάνουμε τη κουβέντα. Προκύπτει ότι τον λένε Τόμιτς (ή κάτι αντίστοιχο) και έχει σπουδάσει δεν θυμάμαι τι, στην Πάτρα αν δεν κάνω λάθος, οπότε έτσι έχει μάθει ελληνικά. Συμπαθητικό παιδί. Χαιρετάει και φεύγει μόνος του πριν τελειώσω τον καφέ μου. 

Λίγο αργότερα και καθώς νυχτώνει, ανάβω τα φώτα και φεύγω και γω. Ανηφόρες, κατηφόρες, χωριά, χειροκροτήματα... Στο Maël-Carhaix, παρατηρώ ότι κάποιοι ποδηλάτες κινούμενοι προς Παρίσι μπαίνουν μέσα σ’ένα δημόσιο κτίριο που έχει κιγκλιδώματα στον περίγυρο και παρκαρισμένα μερικά ποδήλατα. Είναι κρυφό κοντρόλ στην επιστροφή, αν και δεν το κατάλαβα αμέσως εκείνη τη στιγμή. 

Οι κοιμώμενοι ποδηλάτες στο δρόμο αυξάνονται. Κοιμούνται όπου να’ναι! Στην άκρη του δρόμου, στο χαντάκι, στις γωνίες των διασταυρώσεων, σε χωράφια, σε παγκάκια, στα χωριά καθιστοί με την πλάτη σ’έναν τοίχο, ξαπλωτοί στο πεζοδρόμιο... όπου να’ ναι. Σε μερικά κομμάτια δρόμου είναι σαν πτώματα δεξιά κι αριστερά. Άλλοι σκεπασμένοι με αλουμινοκουβέρτες, άλλοι σκέτοι.... εκατοντάδες πτώματα.... Δείτε το σχετικό αλμπουμ το Μπουρίκα στο ΦΒ, είναι χαρακτηριστικότατο. 



Έχει ομίχλη.  Η θερμοκρασία παίρνει βούτα και φτάνει στους 10°C, το οποίο σε συνδυασμό με την υγρασία μετατοπίζει το ποδηλατείν προς την πλευρά του δυσάρεστου... Φτάνω στο Carhaix-Plouguer, 526 km, κατά τις 10. Ψάχνω θέση, δεν έχει. Κι’άλλοι ποδηλάτες παραπονιούνται στους εθελοντές για το θέμα. Τελικά το παρκάρω απ’ έξω απ’ τα κιγκλιδώματα. Ντύνω τη δερμάτινη Brooks με το αδιάβροχό της για την υγρασία, μπαίνω μέσα και σφραγίζω. Είναι ώρα για φαγητό. Η ουρά στο self-service είναι σχετικά μεγάλη (η μεγαλύτερη που αντιμετώπισα σ’όλη τη διοργάνωση). Μου παίρνει περίπου 20 λεπτά να συγκεντρώσω ένα μενού: μακαρόνια με κοτόπουλο, σαλάτα καρότα, ένα κομμάτι τυρί camembert και μία κρέμα για επιδόρπιο. Κοτσάρω κι από πάνω μία ντόπια κόκα-κόλα, νομίζω την λέγανε Breizh Cola, ή κάτι τέτοιο. Καλούλα... Το φαγητό, ως συνήθως, τρώγεται μεν αλλά δεν θα μου μείνει και αξέχαστο...

 

Τελειώνω το γεύμα μου και αράζω λίγο να κάτσει στο στομάχι. Καθώς τελειώνω την Breizh κόλα μου διαβάζοντας την ετικέτα της, αναβλύζει η κούραση ύπουλα από τα άκρα μου προς τον εγκέφαλο μου. Έχει πάει ένδεκα παρά τέταρτο και σηκώνομαι με μισή καρδιά να πάρω το ποδήλατο να φύγω, καθώς θέλω να κάνω τη στάση μου για ύπνο στη Βρέστη. Φτάνω στο πάρκινγκ, αλλά πριν καβαλήσω σκέφτομαι: «είναι σχεδόν 11, η Βρέστη απέχει περίπου 90 χιλιόμετρα, μεσολαβεί και αυτή η περιβόητη ανάβαση για την οποία όλοι μιλούν με δέος, είναι νύχτα με ομίχλη, είμαι κουρασμένος... στην καλύτερη θα φτάσω εκεί κατά τις 4 τα ξημερώματα, μάλλον προς τις 5, οπότε ώσπου να κοιμηθώ θα ξημερώσει κιόλας, οπότε θα έχω ποδηλατήσει νύχτα, στη μπίχλα και στο κρύο, ενώ αντίθετα θα κοιμάμαι όλο το πρωινό με τον λαμπερό του, ζεστό ήλιο. Δε λέει. Ενώ αν κοιμηθώ τώρα εδώ, θα βγάλω την υποχρέωση του ύπνου κατά τη διάρκεια της νύχτας και θα ποδηλατώ πολύ καλύτερα και ταχύτερα το πρωί. Στο σύνολο θα είμαι κερδισμένος. Άλλωστε, το αρχικό πλάνο έλεγε ότι θα κοιμηθώ όπου βρίσκομαι περίπου τα μεσάνυχτα της Δευτέρας. Ε να, είναι 11 και είμαι δω!». 

Τέλος! Παίρνω κάποια πράγματα από τα μπαγκάζια του ποδηλάτου καθώς και την αλλαξιά μου, ρωτάω μία εθελόντρια που είναι οι κοιτώνες. Αφού μου δείχνει το δρόμο, κατευθύνομαι στην απέναντι πλευρά του γηπέδου προς το κλειστό γυμναστήριο. Εκεί έχει μια ουρά καμιά δεκαπενταριά ΡΒΡήδες που περιμένουν υπομονετικά. Πίσω μου προστίθενται και άλλοι. Ανάμεσα στους ποδηλάτες κυκλοφορεί η υποψία ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις. Ο μπροστινός μου, ένας Αμερικάνος, πιάνει τη κουβέντα μαζί μου μιλώντας μου γαλλικά με έντονη αγγλική προφορά, εκείνη που στρογγυλεύει πολύ όλα τα ρο. Στην αρχή του απαντάω στα γαλλικά, αλλά μετά του λέω στ’αγγλικά ότι μπορούμε να συνεχίσουμε στη μητρική του, παρά το γεγονός ότι τα γαλλικά του είναι άπταιστα πέρα από την έντονη προφορά. 

Μετά από λίγο κάποιος εθελοντής βγαίνει από τα γραφεία, και καθώς περνάει δίπλα μας τον ρωτάμε αν έχει κρεβάτια, και μας εξηγεί ότι υπάρχουν ακόμα πολλά κρεβάτια, απλά κάτι έχει πάθει ο υπολογιστής και ώσπου να τον φτιάξουνε θα πηγαίνει πολύ αργά η διαδικασία χορήγησής τους, αλλά να μην ανησυχούμε και να μην φύγουμε, υπάρχουν θέσεις. Πράγματι πέντε λεπτά αργότερα φαίνεται ότι λύθηκε το σοφτουερικό πρόβλημα και η ουρά προχωρά πολύ γρήγορα. 

Έρχεται η σειρά μου. «Ύπνο ή/και ντους; Ύπνο μόνο παρακαλώ. Εντάξει, αριθμό πλαισίου παρακαλώ; Ρ134. 4 ευρώ, ορίστε, ευχαριστώ». Στον διπλανό εθελοντή: ύπνο μόνο, μάλιστα, ορίστε, ράντζο 206.» Και στην διπλανή: «ποιο ράντζο έχετε, α, το 206, τι ώρα θέλετε να σας ξυπνήσουμε; 5.00 παρακαλώ. Εντάξει το σημείωσα, καλή ξεκούραση.» 

Παίρνω το χαρτάκι που μου δώσανε με τον αριθμό του ράντζου που θα με φιλοξενούσε και κατευθύνομαι προς την είσοδο του κλειστού γυμναστηρίου. Ένας εθελοντής με ρωτάει αν θέλω σεντόνι, απαντάω ναι. Μου το δίνει σχίζοντας μια πλαστική συσκευασία που το περιέχει και μετά ανάβει φακό και, σαν ταξιθέτης στο σινεμά, συνοδεύει εμένα και άλλους δύο που περιμένανε με παραπλήσιους αριθμούς κρεβατιών μέσα στη σκοτεινή κεντρική αίθουσα του γυμναστηρίου. Γύρω μου τα πριόνια δίνουν ρεσιτάλ!! Χρα, Χρου, ΧρΑΑΑΑΑ!!! Ώρε μάγκα... Εν τω μεταξύ, καθώς ακόμα φοράμε τα σχαράκια μας, με τα πρώτα βήματα μας πιάνουμε ένα ριφ που μας κάνει να ακουγόμαστε σαν μπαλέτο του Φρεντ Ασταίρ με την Τζίντζερ Ρότζερς!! Μας σταματάει ο εθελοντής και μας ζητάει να βγάλουμε τα παπούτσια μας. Τόνε κοιτάω...!?! Αυτό σε μάρανε άνθρωπέ μου; Δεν ακούς τι γίνεται γύρω σου; Τέλος πάντων, βγάζουμε τα παπούτσια. Φτάνω στο 206. Σύντομα, στο 205 φτάνει και ο γαλλομαθής Αμερικάνος. Αυτός διάλεξε γερμανικό ξύπνημα στις 3. Ξεντύνομαι, αλλάζω μπλούζα και κάλτσες δεδομένου ότι όλα τα ρούχα μέσα έξω είναι μούσκεμα (τώρα ιδρώτας; υγρασία; Μάλλον συνδυασμός και των δύο). Το bib θα το αλλάξω πριν φύγω το πρωί, γιατί το καθαρό είναι συσκευασμένο σε αεροστεγής πλαστική σακούλα με το πάμπερς του εμποτισμένο με παπαρόκρεμα, οπότε λέω να μη το χαραμίσω στον ύπνο. Είναι 11.30. Είπα σ’ αυτούς να με ξυπνήσουν στις 5, αλλά σκέφτομαι ότι ίσως είναι πολύ. Βάζω ξυπνητήρι στις 3.30, και αν θελήσω κι άλλον ύπνο θα το κάνω snooze μέχρι να με ξυπνήσει ο θαλαμοφύλακας για το νούμερό μου... 

Κλείνω τα μάτια. Το επόμενο δευτερόλεπτο χτυπάει το ξυπνητήρι. Είναι 3.30!! (αυτήν την περιγραφή του ύπνου τη δανείστηκα από την εξιστόρηση ενός άλλου ραντονέρ, αλλά είναι τόσο ακριβής που δεν μπορούσα να μην την μεταφέρω και εδώ). Γμτ, πότε πέρασε η ώρα! Ούτε ένα όνειρο, τίποτα, το απόλυτο κενό, μια τρύπα στο χωροχρονικό συνεχές! Κάνω σνουζ το ξυπνητήρι μέχρι τις 3.40, αλλά παραδόξως στο δίλεπτο σηκώνομαι και το ακυρώνω. Παίρνω το φρέσκο μπιμπ μου και τα μουσκεμένα ρούχα μου παραμάσχαλα. Πριν αναχωρήσω ξυπόλυτος για τις τουαλέτες, παρατηρώ ότι ο Αμερικάνος κοιμάται του καλού καιρού, ενώ έπρεπε να είχε ήδη φύγει. Τι να κάνω; Τον σκουντάω στον ώμο: ε, μαν, ξύπνα, του ψιθυρίζω, είναι τρεισήμισι, δεν ήθελες να σε ξυπνήσουν στις τρεις; Ανοίγει ο μάτης του, λέει κάτι ΜΟΥΜΠΛΕ ΜΟΥΜΠΛΕ και γυρνάει από την άλλη θάβοντας το κεφάλι του κάτω από το σεντόνι. Οκέυ, εγώ πάντως τη καλή μου πράξη την έκανα δηλαδίς!! 

Στις τουαλέτες αλλάζω μπιμπ και ντύνομαι. Επιστρέφω στο ράντζο μου. Ενώ πολλά από τα κρεβάτια τριγύρω έχουν αδειάσει, τα ροχαλητά δεν μου φαίνεται να έχουνε κοπάσει. Μαζεύω τα πράγματά μου και φεύγω αφήνοντας τον Αμερικάνο στη λήθη του. Καθώς φοράω τα παπούτσια μου καθιστός σε μια καρέκλα στην αίθουσα υποδοχής, ενημερώνω την εθελόντρια που σημείωνε τα ξυπνήματα ότι για το 206, ενώ είχα ζητήσει ξύπνημα στις 5 τελικά φεύγω από τώρα. «Ευχαριστώ, καλά που μου το είπατε κύριε για να μην σας ψάχνουμε». Έχω κρατημένο ένα σάντουιτς (ή μήπως ήτανε κρουασάν, δε θυμάμαι) και το τρώω μέχρι να φτάσω στο ποδήλατο, στο πάρκινγκ στην άλλη άκρη του γηπέδου. Κάνει πολύ κρύο. Με τα φώτα και τους προβολείς των εγκαταστάσεων να διοχετεύουν τις δέσμες τους μέσω της πυκνής ομίχλης, το σκηνικό παραπέμπει σε ταινία του Αγγελόπουλου. Τακτοποιώ τα πράγματα στο ποδήλατο, κλείνω και σφίγγω τα τσαντάκια και καβαλάω για να φύγω κατά μήκος της «λεωφόρου με τις σημαίες», κάτω από τις οποίες γράφει καλωσήλθατε στην αντίστοιχη γλώσσα. Ακουμπάω την οθόνη του GPS για να βγει από την battery saver λειτουργία του και αυτή φωτίζεται. Η ώρα είναι 4.20. Στους εθελοντές λέω πια «à toute à lheure» (= στα ελληνικά «σι γιου λέιτερ»). Πράγματι, σε λίγες ώρες θα είμαι και πάλι εδώ. 

Βγαίνοντας από το Carhaix, έχω την αίσθηση μέσα από την ομίχλη και το σκοτάδι, ότι ποδηλατώ μέσα σε δάσος. Έχει μια ανηφορίτσα, αλλά κορυφώνει χαμηλότερα από τα 200 m και ξαναπέφτει. Οκέυ, δεν είναι αυτή η μεγάλη ανηφόρα, αλλά κάπου στα επόμενα 20 χιλιόμετρα θα τη συναντήσω, οπότε το νού μου. Νιώθω παραδόξως πολύ ξεκούραστος. Έχει όμως υγρασία και ψοφόκρυο! το θερμόμετρο δείχνει μόλις 7°C! Να το βράσω το καλοκαίρι σας! Ο δρόμος ξαναπιάνει πότε ανηφόρα, πότε ισιώνει. Η αλυσίδα κάνει πάλι κόνξες, αυτή τη φορά πιο έντονα, και ειδικά όταν πατάω στους βραχίονες. Στις ανηφόρες, δεν κουμπώνει ούτε το 20 ούτε το 23. Ωστόσο, δεδομένου ότι έχω τριπλή δισκομανιβέλα, για να βγει η ανηφόρα καταλήγω να χρησιμοποιώ ισοδύναμες σχέσεις, δηλαδή τον μικρό δίσκο μπροστά με 18, 16 ή 14, ανάλογα τη κλίση. Τι γίνεται όμως; Μήπως τελικά είναι η αλυσίδα; Αλλά γιατί έτσι ξαφνικά, και όχι σταδιακά και σε βάθος χρόνου. Θα μου πεις, από προχθές έχω ήδη καλύψει σχεδόν 600 χιλιόμετρα, ε δεν είναι δα και ξαφνικά...! 

Σε κάποια φάση εγώ και οι υπόλοιποι άγνωστοι συνταλαιπωρούμενοι με τα κόκκινα φωτάκια μπροστά μου και ίδιοι τέτοιοι με τα άσπρα φωτάκια πίσω μου, βγαίνουμε από τις στροφές του δάσους σε έναν πιο ευθυτενή, φαρδύτερο και κεντρικότερο δρόμο ο οποίος ανηφορίζει απαλά μέσα στο χάραμα σε πολύ ανοιχτή αριστερή καμπύλη. Θυμίζει λίγο την Εθνική Θεσσαλονίκης-Πολυγύρου, στο ύψος της Γαλάτιστας, η δε κλίση είναι ακριβώς η ίδια. Δίσκο λοιπόν και πάμε. Με δίσκο, η αλυσίδα κουμπώνει χωρίς πρόβλημα. Καθώς ποδηλατώ, σκέφτομαι ότι δεδομένης της απόστασης από το Carhaix, δεν θ’αργήσει να εμφανιστεί η ανηφόρα. Παίρνω μια ανοιχτή δεξιά στροφή, μετά μια αριστερή. Χαμηλότερα στ’αριστερά μου η κοιλάδα είναι σκεπασμένη από ένα πέπλο ομίχλης που κάνει τις κορυφές των λόφων να φαίνονται σαν νησιά στη θάλασσα. Μα που είναι επιτέλους αυτή η ανηφόρα; Μετά βλέπω μια κεραία στα δεξιά μου. Για μια στιγμή! Ακουμπάω την οθόνη του GPS. Υψόμετρο: 340 m. Βρε λες; Λίγα μέτρα παρακάτω, αρχίζει ο κατήφορος. Αυτό ήταν?!? Τεντώνω το βλέμμα ο ανόητος για να δω αν μπορώ να διακρίνω τον ωκεανό και τη Βρέστη απ’αυτό το ντεμέκ ψηλό σημείο, σαν τον Χριστόφορο Κολόμβο που ψάχνει να βρει την Αμερική, θαρρείς και θα μπορέσω να διακρίνω οτιδήποτε από απόσταση 40 χιλιομέτρων!! Χαμογελάω, χαλαρώνω και κατηφορίζω. «Υπομονή, φτάνουμε» σκέφτομαι, ωσάν η Βρέστη να ήταν και ο τερματισμός.

 



Μετά τον κατήφορο, μέρα πια, ξανά το συνηθισμένο σκηνικό αλλά με λιγότερα δέντρα, ανηφοράκια, κατηφοράκια. Σε κάποια φάση, καθώς προσπερνάω ένα γκρουπάκι, ακούω «Καλτσάς»!!. Όπα!?! Γυρνάω να δω, είναι ο Κασομούλης και ο Μπουρίκας. Φαίνονται κομμάτια. 

-Έλα ρε, πως κι έτσι βρέθηκες πίσω μας;

-Σταμάτησα να κοιμηθώ.

-Σοβαρά! Κοιμήθηκες;

-Ναι, στο Carhaix, τέσσερις ώρες. Εσείς; Δεν κοιμηθήκατε;

-Όχι, θα κοιμηθούμε στη Βρέστη.

-Α, ωραία.

-Είσαι καλά;

-Ναι, πολύ καλά.

-Σε παίρναμε τηλέφωνο να δούμε αν είσαι καλά.

-Το΄χω κλειστό για να μην ξοδεύει μπαταρία.

-Είδαμε ένα μεγάλο ατύχημα και ανησυχήσαμε μήπως ήσουν εσύ.

-Όχι, δεν ήμουν, καλά είμαι.

 


Πάμε για λίγο μαζί, και μετά «άντε, τα λέμε στη Βρέστη». Φεύγω. Λίγο αργότερα, μπαίνω σε μια κατοικημένη περιοχή με αρκετά ομοιόμορφα σπίτια, που δεν φαίνεται να είναι χωριό αλλά έχει περισσότερο την αίσθηση του προαστίου. Μάλλον θα φτάνουμε στη Βρέστη. Μετά τον κατήφορο ανάμεσα στα σπίτια, ο δρόμος γλείφει έναν αυτοκινητόδρομο από τ’αριστερά του. Σε ένα άνοιγμα της βλάστησης εμφανίζεται στο βάθος μέσα από το σύννεφο η καλωδιωτή γέφυρα της Εθνικής. Νιώθω συγκίνηση και σταματάω για φωτογραφία. Φτάσαμε! Δεν το πιστεύω! Φτάσαμε! Μερικά λεπτά αργότερα, και αφού διασχίσω ένα πάρκο, βγαίνω σε μια παλαιότερη γέφυρα, έχοντας τη μεγάλη, καλωδιωτή γέφυρα στα δεξιά μου. Ακούγονται τα χαρακτηριστικά επαναλαμβανόμενα κρωξίματα των γλάρων. Η θάλασσα μυρίζει... θαλασσίλα, όχι όμως αυτή την αλμυρή και τσαχπίνικη που ξέρουμε στα μέρη μας και τη Μεσόγειο γενικότερα, αλλά εκείνη τη στυφή μυρωδιά του ωκεανού, που μυρίζει σε μέρη όπως το Βανκούβερ ή το Χάλιφαξ του Καναδά, και που παραπέμπει σε κρύα, σκοτεινά, βαθιά και επικίνδυνα νερά με γιγάντια καβούρια και καλαμάρια τέρατα που καταβροχθίζουν πλοία ολόκληρα μαζί με το άμοιρο πλήρωμά τους, και όπου οι σκληροτράχηλοι ψαράδες που καπνίζουν μικρές πίπες τύπου Ποπάυ ανάμεσα στα κατσαρά και γκρίζα γένια τους δε βγαίνουν, αν δε φορέσουν πρώτα χοντρές πλεκτές μάλλινες μπλούζες και αντίστοιχες κάλτσες κάτω από τα κουκουλωτά κίτρινα ή φαιοπράσινα αδιάβροχά τους και τις ψηλές γαλότσες.

 


Σταματάω στη γέφυρα, όπως κάνουν και σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι πιμπιπήδες, για να βγάλω φωτογραφία. Σ’ένα βιντεάκι που είδα στο YouTube, κάποιος Αμερικάνος την περιέγραψε σαν the Everest summit picture, δηλαδή την φωτογραφία που βγάζεις στην κορυφή του Έβερεστ. Και πράγματι, είχε αυτήν την αίσθηση. Παρότι είσαι μόνο στα μισά, έχεις την αίσθηση ότι τελείωσες! Ο Χρήστος Τζάνος το περιέγραψε πολύ ωραία λίγο αργότερα το ίδιο απόγευμα: «ότι και να κάνεις, από τη Βρέστη και μετά είσαι στο δρόμο της επιστροφής, και με κάθε πεταλιά έρχεσαι όλο και πιο κοντά στο Παρίσι, αντί ν’απομακρύνεσαι.»

 



Μερικά χιλιόμετρα ακόμα ανηφοροκατηφόρες μέσα στη Βρέστη και μπαίνω στις εγκαταστάσεις του...τι;... σαν Πανεπιστήμιο φαινόταν, δεν είμαι βέβαιος τι ήταν. Παρκάρω, σφραγίζω. Είναι σχεδόν 9. Έκανα τεσσεράμισι ώρες από το Carhaix. Ευτυχώς που δεν συνέχισα χθες και σταμάτησα εκεί να κοιμηθώ, σκέφτομαι. Πάω στο εστιατόριο για φαγητό. Ειλικρινά, σήμερα που γράφω αυτές τις σειρές, δεν θυμάμαι καθόλου το συγκεκριμένο γεύμα! Σίγουρα όμως ήταν κάτι σε ζυμαρικά, καθώς δεν έφαγα τίποτε άλλο ως ζεστό γεύμα καθ’ όλη τη διάρκεια του ΡΒΡ. 



Μισό-χορτάτος και ξεκούραστος, βγαίνω έξω, γεμίζω παγούρια κλασικά στις τουαλέτες που είναι υπόγειες αυτή τη φορά, και κατευθύνομαι προς το ποδήλατο. Στο πάρκινγκ βλέπω το δίδυμο Μπουρίκα-Κασομούλη που μόλις έφτασαν. Οι φάτσες τους είναι τέτοιες που σκέφτομαι ότι πρέπει οπωσδήποτε να κοιμηθούν! Μ’ενημερώνουν ότι όντως οι εγκαταστάσεις είναι Πανεπιστήμιο, και ότι οι διοργανωτές έχουν προβλέψει για τους αναβάτες δίκλινα δωμάτια στην φοιτητική εστία. Φεύγουν να πάνε να πιάσουν δωμάτιο. Μόλις αποχωρούν, εξετάζω λίγο την κασέτα μου. Εντάξει, δεν είναι και καινούρια, αλλά δεν είναι δα και τόσο φαγωμένο το 20 ώστε να πετάει την αλυσίδα! Πάω λίγο στο συνεργείο, και ρωτάω αν έχουνε κασέτες. Έχουν δύο που θα έκαναν τη δουλειά, αλλά τελικά αποφασίζω να μην την αλλάξω καθώς το γρανάζωμά τους είναι διαφορετικό από αυτό που θέλω. Ζητάω αν μπορεί με την ευκαιρία να μου ρίξει δυο σταγόνες λάδι στην αλυσίδα, και ο άνθρωπος μ’εξυπηρετεί σε τιμή ευκαιρίας, μόνο 20 λεπτά του ευρώ! 

Φεύγω κάτω από τα χειροκροτήματα του κόσμου και τα bon courage. Βγαίνοντας διαπιστώνω ότι οι πινακίδες για την επιστροφή έχουν αλλάξει. Τώρα πια δεν ακολουθούμε τις βεραμάν πινακίδες με το κόκκινο βελάκι BREST, αλλά τις πορτοκαλί πινακίδες με το μπλε βελάκι PARIS! Παίρνει λίγο χρόνο στον εγκέφαλό μου για να κάνει την απαραίτητη προσαρμογή. Αν και έχω διανύσει μόνο μερικές δεκάδες μέτρα, η ασυνήθιστη όψη των πρώτων αυτών πινακίδων μου δίνει την εντύπωση ότι έχω κάνει ένα τεράστιο άλμα προς τον τερματισμό. 

Σύντομα αφού βγαίνω από τις εγκαταστάσεις, περνάω μπροστά από ένα boulangerie, το οποίο είχα εντοπίσει και κατά την είσοδο στη Βρέστη. Χωρίς να το κάνει μάλλον επίτηδες ο συγκεκριμένος μπουλανζέρης, σε ακτίνα 50 μέτρων από το μαγαζί του πλανιόταν μια μυρωδιά που είχε την ίδια επίδραση στους ανυποψίαστους περαστικούς όπως η μυρωδιά του τσουρεκιού του δικού μας Τερκενλή στη γωνία Αριστοτέλους και Τσιμισκή: δεν μπορούσες να μη μπεις μέσα!!! Πράγματι, καμιά δεκαριά ποδήλατα ήταν παρκαρισμένα απέξω, οι μισοί ιδιοκτήτες τους έτρωγαν στο πόδι, οι άλλοι μισοί πιο κυριλέ είχαν καθίσει στα τραπεζάκια μέσα και απολάμβαναν το πρωινό τους με καφέ. Μπαίνω και παίρνω ένα pain au chocolat, ένα chausson aux pommes και δύο κρουασάν. Καταβροχθίζω τη μηλόπιτα και το ένα από τα κρουασάν, κρατώντας τα υπόλοιπα για το δρόμο.

 





Η διαδρομή σε βγάζει από διαφορετικό δρόμο από αυτόν της εισόδου στη Βρέστη, οπότε δεν ξαναβλέπεις τη γέφυρα. Μάλιστα, επί της ουσίας δεν ξαναπερνάς από καμία γέφυρα, αλλά κινείσαι προς την ενδοχώρα από εντελώς χερσαίες οδούς. 

Η μετάδοση με ταλαιπωρεί. Οι συνδυασμοί 42 με 26, 23 και 20 δεν κουμπώνουν καθόλου, και έχω καταντήσει να χρησιμοποιώ ισοδύναμες σχέσεις για τις ανηφόρες. Είναι λίγο αφύσικο, αλλά λειτουργεί! Καθώς η μέρα προχωρά, κάνει ζέστη και σταματάω μέσα σ’ένα δάσος για να βγάλω τα μπατζάκια και τα άλλα περιττά ρούχα, και με προσπερνάει χαιρετώντας μια Αμερικάνα κυρία σε ξαπλωτό ποδήλατο. Μαζεύω τα πράγματα μου και φεύγω, και λίγο παρακάτω την ξαναβλέπω σταματημένη δίπλα σ’έναν γέρο στην άκρη του δρόμου. Stop! μου φωνάζει, βάλε νερό! Συμπτωματικά χρειάζομαι, οπότε σταματάω και μου γεμίζει τα παγούρια ο παππούς. Η Αμερικάνα μ’ενημερώνει στ’ αγγλικά ότι ο κύριος είναι βετεράνος του ΡΒΡ, και μου λέει να του ζητήσω να μου δείξει το μετάλλιό του. Πράγματι, το βγάζει απ’ τη τσέπη του και μου το δείχνει, λέγοντάς μου ότι είναι από το ΡΒΡ του 1987. Χαραγμένο πάνω είναι τ’όνομά του και ο χρόνος του, 82 ώρες και κάτι. Τον κοιτάω και συνειδητοποιώ ότι αυτός ο παππούλης αποτελεί ζωντανό μέρος του θρύλου του θεσμού. Ο ίδιος μου εκφράζει τον θαυμασμό του για τους σημερινούς ποδηλάτες, θεωρώντας ότι με τις σημερινές συνθήκες το ΡΒΡ είναι πολύ πιο δύσκολο από τότε. Κοιτάω τα μοντέρνα ρούχα και τα ηλεκτρονικά βοηθήματα μου, χαμογελάω και του λέω ότι δεν έχω μεν μέτρο σύγκρισης, αλλά πιστεύω με όλο τον σεβασμό ότι έχει μάλλον άδικο, και θεωρώ ότι τα δικά του ΡΒΡ της δεκαετίας του ’70 και ’80 θα ήταν μάλλον πολύ πιο απαιτητικά από το σημερινό. Χαιρετιόμαστε και φεύγω, αφήνοντάς τον να κουβεντιάζει με την Αμερικάνα. 


Σε κάποια φάση, αναγνωρίζω το δρόμο που οδηγεί στη μεγάλη κεραία. Βγαίνει εύκολα η ανηφόρα, και μετά πιάνω τον κατήφορο. Στιγμιαία καταφέρνω να διακρίνω στο απέναντι ρεύμα τον Έκτορα και τον Τζιβιέρη που πάνε για Βρέστη, και τους χαιρετάω. Λίγο αργότερα συναντάω μπροστά μου τον Χρήστο Τζάνο και έναν άλλον που ξέχασα τ’όνομά του. Πάμε για λίγο μαζί κουβεντιάζοντας στην κατηφόρα, και χαλαρά στα ανηφοράκια. Ύστερα απομακρύνομαι σε μία ανηφόρα. Λίγο αργότερα, με προσπερνάει σε μια κατηφόρα ένα γρήγορο γκρουπάκι αποτελούμενο από Καταλανούς και Ρώσους, το οποίο όμως επιβραδύνει στο αμέσως επόμενο ανηφοράκι. Πιάνω τον ρυθμό μου και πάω μαζί τους. Μέχρι να τελειώσει η ανηφόρα, έχω καταλήξει μπροστά τους και τους τραβάω. Στον κατήφορο που ακολουθεί, μας προσπερνάει ένα συμπαγές γκρουπάκι καμιά δεκαριά ατόμων με ομοιόμορφες στολές στα χρώματα του Ολυμπιακού: “Audax Randonneurs Autriche”. Αυστριακοί. Κολλάμε πίσω τους. Τελειώνει η κατηφόρα. Στην ανηφόρα, το κλασικό πια φαινόμενο, επιβραδύνουν πέραν του δεόντως. Πάω να τους προσπεράσω, αλλά τελικά ρίχνω το ρυθμό μου και μένω πίσω τους, μαζί με τους Καταλανούς, τους Ρώσους και έναν Γάλλο πενήντα-φεύγα. Στους Καταλανούς συμπεριλαμβάνεται μπροστά μας και μια ξανθούλα με κοτσίδες, δυνατή ποδηλάτισσα με πολύ ωραίο σώμα. Ο Γάλλος έρχεται δίπλα μου, μου κλείνει το μάτι και κάνει κάτι χειρονομίες «θαυμασμού και εκτίμησης» της σωματικής διάπλασης της Καταλανής ξανθούλας, και συμφωνώ μαζί του. Είναι εμφανές ότι αυτός έχει τις δυνάμεις και την άνεση να πάει πολύ πιο γρήγορα, αλλά προτιμάει, όπως μου εκμυστηρεύεται και την ίδια στιγμή στα γαλλικά, να ποδηλατεί μερικά εκατοστά πίσω από την κοπέλα χάριν του θεάματος. 

Εν τω μεταξύ, τελειώνει η ανηφόρα και η Αυστριακή ομάδα στην κεφαλή του γκρουπ πάλι επιταχύνει. Σκύβουμε όλοι σε αεροδυναμική στάση. Χωρίς να κάνω ούτε μία πεταλιά, προσπερνάω όλο το γκρουπ και βρίσκομαι μπροστά λίγο πριν τελειώσει η κατηφόρα. Η κλίση ισιώνει και πιάνω ρυθμό. Κοιτάω πίσω μου: οι Αυστριακοί έχουν κολλήσει και πίσω τους ακολουθούν όλοι οι υπόλοιποι. Ανηφόρα με μικρή κλίση, ρυθμό, κατηφόρα, απαλή ανηφόρα, ίσια... για κάνα δεκάλεπτο, τραβάω το γκρουπ με πολύ γρήγορο ρυθμό, προσπερνώντας ότι βρίσκαμε μπροστά μας. Όταν επιτέλους ανοίγω για να πάω πίσω να ξεκουραστώ, όλοι οι Αυστριακοί περνώντας μου λένε πράματα του στυλ: «very good, Greece», «thank you, that was great» και τέτοια, κάνα δυο χτυπώντας με στην πλάτη με την παλάμη τους... Μένω στο πίσω μέρος του γκρουπ δίπλα στον Γάλλο και πίσω από την Καταλανή. Όμως αμέσως τελειώνει το ισιάδι και μπαίνουμε σε μία ανηφόρα με κάπως μεγαλύτερη κλίση. Εγώ και ο Γάλλος πιάνουμε τον ρυθμό μας και προσπερνάμε όλο το γκρουπ, μαζί και τους Αυστριακούς. Ώσπου να τελειώσει η ανηφόρα είχαμε ξεμακρύνει πολύ, διακόσια μέτρα μέσ’ στο νερό. Στην κατηφόρα που ακολουθούσε, τους χάσαμε. 

Με τον Alain (Αλέν, αυτό ήταν τ’όνομά του) το πάμε μαζί, καθώς σύντομα θα φτάναμε στο κοντρόλ στο Carhaix. Ανοίγει την κουβέντα για την ανηφόρα λέγοντας ότι του φαίνεται πως την κατέχω. Μου εξηγεί ότι ο πολύς ο κόσμος του ΡΒΡ, κατά την άποψή του, κάνει πολλά χιλιόμετρα στο φλατ χωρίς να δουλεύει την ανηφόρα, και γι’ αυτό παρατηρείται αυτό το ζόρι μόλις αυξηθεί λίγο η κλίση. Επίσης αυτό που θεωρεί ότι λείπει από τον μέσο πιμπιπή είναι η ικανότητα να «διαβάζει» την ανηφόρα και να προσαρμόζεται ανάλογα. Ο ίδιος, μου λέει, τη δουλεύει συχνά στο επίπεδο που μπορεί καθώς μένει στο Dreux και η γύρω περιοχή είναι κυρίως επίπεδη, ωστόσο αναζητάει ανηφόρες σε μικρούς λόφους, κλπ. Η αλήθεια είναι ότι είχε το κλασικό προφίλ του ανηφορίστα, κοντός, πολύ λεπτός, ελαφρύς και νευρώδης: πολύ υψηλό power to weight ratio. 

Κουβεντιάζοντας φτάνουμε στο Carhaix και μπαίνουμε στη είσοδο με τις σημαίες. Παρκάρουμε και χανόμαστε, ενώ την ώρα που περπατούσα προς τις εγκαταστάσεις βλέπω τους Αυστριακούς να έρχονται αποσπασματικά. Μάλλον το γκρουπ τους είχε διαλύσει. Χαιρετάω τους δύο που προλαβαίνω στο πάρκινγκ πριν μπω μέσα για σφράγισμα. Σφραγίζω και γεμίζω τα παγούρια μου. Δεν είμαι για φαγητό, αλλά μια μπαγκέτα με ζαμπόν θα την έτρωγα. Είχα καταλήξει στο σύστημα να τρώω γεύμα ζυμαρικών στο ένα σημείο ανεφοδιασμού, και είτε σάντουιτς είτε κρουασάν με καφέ στο άλλο, με καμιά μπανάνα ή άλλο ένα κρουασάν στο δρόμο ενδιάμεσα. Μου φαινόταν ότι η μοιρασιά αυτή του ανεφοδιασμού ήταν αποτελεσματική για να εξασφαλίζεται η απαιτούμενη σωματική ενέργεια. 



Κάθομαι σ’ένα παγκάκι μπροστά στο πάρκινγκ. Είναι μεσημέρι και ο ήλιος λάμπει ευχάριστα, ζεσταίνοντας το κορμί μου. Περνάνε από μπροστά μου οι Καλεβέας/Τασιόπουλος που πάνε να σφραγίσουν και τους χαιρετάω. Τελειώνω το σάντουιτς, και φεύγοντας δίνω τις εξαντλημένες μπαταρίες για ανακύκλωση (δυστυχώς διαπιστώνω αργότερα ότι μαζί με τις αλκαλικές έδωσα κατά λάθος και μια καλή, ακριβή επαναφορτιζόμενη Ni.M.H). 

Ανηφοράκια, κατηφοράκια, χειροκροτήματα... Παρατηρώ ότι σ’αυτή τη δεύτερη μέρα, όλοι ανεξαιρέτως οι νταλικιέρηδες και ένα ποσοστό περί το 10% των γιωταχήδων τρέχουν σαν δαιμονισμένοι, αφήνοντας ελάχιστο χώρο στους ποδηλάτες κατά τη προσπέρασή τους. Σε δυο-τρεις φάσεις νιώθω πραγματικά να κινδυνεύω. Έχω την αίσθηση ότι δεν συνέβαινε αυτό τη πρώτη μέρα, αλλά θα έμελε, από δω και πέρα και μέχρι τον τερματισμό, κάθε προσπέραση από νταλίκα να αποτελεί μία σταθερή πηγή ανησυχίας. Στιγμιαία σκέφτομαι τον Αμερικάνο που σκοτώθηκε από νταλίκα στο ΡΒΡ του 2011, αλλά αμέσως διώχνω τη σκέψη αυτή. Τα συσσωρευμένα χρόνια στο ποδήλατο και στην ορειβασία μου έχουν διδάξει ότι αν μπεις σ’αυτό το διανοητικό μονοπάτι και το περπατήσεις με τη σκέψη σου, στο τέλος εσύ ο ίδιος θα καταλήξεις να προκαλέσεις το ατύχημα. Λέω ένα «Θεός σχωρέσ’ τον» στο μυαλό μου και αμέσως τον ξεχνάω και επικεντρώνομαι στην επόμενη πεταλιά.

 



Ενώ ποδηλατώ μόνος, με προσπερνάει ένα γκρουπάκι με καλό ρυθμό αποτελούμενο από δύο Βούλγαρους, έναν Γάλλο και έναν Άγγλο. Κολλάω πίσω τους. Οι Βούλγαροι έχουν αναλάβει το τράβηγμα και πάνε πολύ γρήγορα. Φτάνουμε μαζί στο Maël-Carhaix, όπου τα κιγκλιδώματα και οι εθελοντές υποδεικνύουν το κρυφό κοντρόλ μέσα σ’εκείνο το δημόσιο κτίριο που είχα εντοπίσει στο πήγαινε. Μπαίνουμε όλοι μαζί μέσα, αλλά ξεχνάω τα παγούρια μου. Σφραγίζουμε. Ρωτάω έναν εθελοντή από που θα βάλω νερό. Μου δείχνει τις τουαλέτες, λέγοντας όμως ότι θα πρέπει να κάνω τον κύκλο και να μπω από την έξοδο, γιατί αλλιώς θα μπερδευτεί το σύστημα καθώς θα ξαναπεράσει το τσιπάκι μου από τους ηλεκτρονικούς σένσορες. Οι Βούλγαροι και οι άλλοι φεύγουν. Δεν θέλω να αφήσω το γκρουπάκι αυτό, είναι γρήγορο και ξεκούραστο. Άσε το νερό... 

Στην αρχή τραβάει ο ένας Βούλγαρος: μέση ταχύτητα κίνησης 35-40 km/h. Ο Άγγλος ζορίζεται στα ανηφοράκια. Μετά τραβάει ο άλλος. Το ίδιο σκηνικό. Κάθομαι δεύτερος με τον πρώτο Βούλγαρο και πιάνουμε τη κουβέντα. Με ρωτάει αν ξέρω τον Στράτο και τον Δημήτρη Αλάγιαλη. Χαχα φίλε, το πέτυχες, προσωπικοί μου φίλοι, του λέω! Και μένα το ίδιο, μου λέει! Το όνομά του είναι Νίκι Μίτεφ... σε χρόνο dt φτάνουμε στο St.Nicholas-du-Pelem, το οποίο στην επιστροφή δεν είναι κρυφό κοντρόλ παρά μόνο ανεφοδιασμός. Παρκάρουν οι Βούλγαροι και μπαίνουν μέσα, ενώ ο Γάλλος λέει στον Άγγλο κάτι «Oh la la, ze ver rily fast» και τέτοια αναφορικά στην ταχύτητα των πρώτων. Μπαίνω και γω μέσα, και τους συγχαίρω και τους ευχαριστώ για το τράβηγμα. Μου λένε ότι αυτοί θα πιουν μια κόκα κόλα και θα φύγουν αμέσως, και με ρωτάνε αν θα πάω μαζί τους. Τους ευχαριστώ, αλλά πεινάω και θα κάτσω να φάω, οπότε άκυρο. Αποχαιρετιόμαστε. 



Γεμίζω παγούρια στις τουαλέτες. Έχω καταλάβει σ’αυτό το ΡΒΡ ότι σε αρκετούς ποδηλάτες δεν αρέσει αυτή η λύση ανεφοδιασμού σε νερό, και πραγματικά, συχνά δεν είναι και πολύ καθαρό το συγκεκριμένο περιβάλλον, αλλά οκέυ, εμένα δεν με πειράζει. Πάω πίσω στο σελφ σέρβις. Τι έχει; Μακαρόνια με κοτόπουλο ή πιάτο με λαχανικά ή ένα άλλο μυστηριώδες πιάτο. Μακαρόνια με κοτόπουλο, κλασικά. Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο έκανε το μενού πιάτο-σαλάτα-τυρί-γλυκό, αλλά ήταν φθηνότερο από τα 15 € που έκανε αλλού, ίσως 12,50 € ή κάτι τέτοιο, οπότε συμπληρώνω μια αγγουροντοματομαρουλοσαλάτα, ένα μαλακό κασέρι και ένα κάτι σαν κέικ. Βάλε και μια κόκα κόλα! Πάω πίσω, κάθομαι στην άδεια από ποδηλάτες αίθουσα, στην οποία μία κυρία δίνει οδηγίες σε μια κοπέλα, ενώ ένας κύριος χειρίζεται τη λάντζα. Στο τραπέζι έχει ψωμί και βούτυρο, και μ’ενημερώνουν ότι μπορώ να φάω όσο θέλω. Ο κύριος μου δίνει βινεγκρέτα (ντρέσσινγκ) για τη σαλάτα, και αλάτι. Το γεύμα άνοστο μεν, αλλά είναι σούπερ! Το περιβάλλον, χωρίς πιμπιπήδες, είναι γαλήνιο. Τελειώνω το ψωμί και μου φέρνουν κι άλλο. Τέλεια, ας τιγκάρουμε σε υδατάνθρακες. Κάθεται στο διπλανό τραπέζι να φάει ένας νεαρός, ο οποίος καταλαβαίνω από τη συζήτηση με το προσωπικό ότι είναι εθελοντής εκτός υπηρεσίας. Τελειώνω το γεύμα μου. Έχει μια τέτοια ωραία χαλαρωτική ησυχία που αποφασίζω να κάτσω κάνα δεκάλεπτο-τέταρτο να ξεκουραστώ πριν φύγω...

Ανηφόρες, κατηφόρες, χωριά, χειροκροτήματα... πολλά μέρη τα αναγνωρίζω από το πήγαινε. Σ’ένα χωριό, δεν θυμάμαι όνομα, έχει μια εξέδρα με τραπεζάκια έξω από ένα μπαρ στην οποία οι ντόπιοι έχουν στήσει ορχήστρα με βιολιά, ακορντεόν και πάει λέγοντας, και παίζουν γαλλικά τραγούδια! Σούπερ ατμόσφαιρα! 

Φτάνω Loudéac. Παρά το γεγονός ότι δεν έχει ουρά στο κοντρόλ, έχει πολύ κόσμο έξω καθώς είχαν προσέλθει πολλοί επισκέπτες στο χώρο της διοργάνωσης. Σφραγίζω και γεμίζω τα παγούρια μου από τον ψύκτη στην αίθουσα φαγητού. Βγαίνω έξω και κάθομαι στα σκαλάκια, βγάζω τα παπούτσια μου και τρώω κάτι κρουασάν που κουβαλούσα στην πίσω τσέπη από τη Βρέστη. Μετά γέρνω το κεφάλι μου στα κάγκελα και κλείνω τα μάτια, χωρίς να κοιμηθώ, για πέντε λεπτά. Θέλω καφέ, αλλά αποφασίζω να τον πιω αντί για εδώ στον πρώτο ωραίο καφενέ που θα δω πάνω στο δρόμο. 

Πράγματι, λίγο μετά το Loudéac, περνώντας από την La Chèze, βλέπω ένα καφέ στη πλατεία στολισμένο με λουλούδια και τραπεζάκια πάνω στο δρόμο. Τέλεια! Σταματάω και κάθομαι. Έρχεται η μαντάμ του μαγαζιού, που έχει την όψη λίγο καμένη απ’ την πολλή νικοτίνη, πράμα που επιβεβαιώνεται ευθύς αμέσως από τη βραχνή τσιγαροφωνή της καθώς με ρωτάει τι θα πάρω. Un café crème, καφέ με γάλα. Την ώρα που μου τον ετοιμάζει, βγαίνει έξω και μου πιάνει τη κουβέντα ο άντρας της, ο οποίος ίσως και να’χει πιει κάνα δυο ποτηράκια... Μιλάμε για διάφορα, και όταν μαθαίνει ότι είμαι Έλληνας με ρωτάει πως και μιλάω τόσο καλά γαλλικά. Του λέω για τα παιδικά μου χρόνια στη Γαλλία, τα εφηβικά στην Ελλάδα και τα φοιτητικά στον Καναδά. Πιάνει αυτό το τελευταίο και μου λέει ότι και αυτός έχει γεννηθεί στο Μόντρεαλ, αλλά επέστρεψε στη Γαλλία πολύ μικρός, κάπου 1-2 χρονών... έρχεται ο καφές. Μιλάμε λίγο ακόμα και μπαίνει μέσα. Η φάση μου μυρίζει να είναι εκείνη όπου η γυναίκα κάνει κουμάντο στο μαγαζί, ενώ αυτός, ο άνδρας, περιφέρεται άσκοπα πίνοντας κάνα ποτηράκι που και που και κάνοντας δημόσιες σχέσεις, χωρίς να προσφέρει τίποτ’ άλλο. 


Καθώς τελειώνω τον καφέ μου, διερχόμενοι ποδηλάτες χειροκροτούν... Φεύγω. Ανηφόρες, κατηφόρες, χωριά, χειροκροτήματα. Σε κάποια φάση, δύο κοπελίτσες τεντώνουν τα κινητά τους για να με τραβήξουν φωτογραφία. Στα γρήγορα πιάνω τη φωτογραφική μου και καθώς περνάω δίπλα τους τις τραβάω εγώ φωτογραφία, ενώ αυτές σηκώνουν τα χέρια να κρυφτούν τσιρίζοντας. Ο αδελφός τους είκοσι μέτρα πιο πέρα ξεκαρδίζεται στα γέλια, μαζί του και γω! J 


Φτάνω στο Quédillac υπό συνθήκες προχωρημένου σούρουπου. Σταματάω για να φορέσω μπατζάκια, μανίκια, δεύτερο layer, αντανακλαστικό κλπ. Το Quédillac βρίσκεται στο 839 km, σύμφωνα με το roadbook, άρα απομένουν πάνω-κάτω 400 χιλιόμετρα για τον τερματισμό. Καθώς νιώθω εντάξει από απόψεως ύπνου, σκέφτομαι να το πάρω σερί όλη νύχτα και να τερματίσω μια και καλή την επομένη το απογευματάκι. Έτοιμος για τη νύχτα, συνεχίζω, κολλώντας για λίγο σε ένα τρίο Ρώσων με πορτοκαλί εμφάνιση από κάποιον σύλλογο Randonneurs της Αγίας Πετρούπολης, πριν τους χάσω μερικά χιλιόμετρα παρακάτω. Ο ένας είχε πολύ μακριά μαλλιά κάτω από το κράνος του, ενώ οι άλλοι δύο ήταν με κοντομάνικα πάνω, σορτσάκια κάτω, αψηφώντας εντελώς το κρύο. 

Ανηφόρα, κατηφόρα, χωριά, και κάπως λιγότερα, νυχτερινά, σιωπηλότερα χειροκροτήματα... Μπαίνω στο Tinténiac κατά τις 11 παρά τέταρτο. Δεν ξέρω αν είναι απλά η εντύπωσή μου, αλλά οι εθελοντές εκεί μου φαίνονται πιο θερμοί και υποστηρικτικοί από τα προηγούμενα κοντρόλ. Το πάρκινγκ είναι χαλαρό. Όσο σφραγίζει την κάρτα μου ο εθελοντής με το μωβ μπλουζάκι, με ρωτάει πως είμαι, αν νιώθω κουρασμένος, κλπ. Του λέω ότι νιώθω καλά, και με ρωτάει αν θα κοιμηθώ εδώ. Όχι. Επιμένει: «που θα κοιμηθείτε;» Παρά το γεγονός ότι θεωρώ ότι δεν έχω να του δώσω λογαριασμό, η επιμονή του πηγάζει από ειλικρινή ανησυχία με διάθεση φροντίδας, αυτή που σε κάνει να νιώθεις ότι αυτός ο άνθρωπος πραγματικά νοιάζεται για την υγεία και το καλό σου. Η αλήθεια είναι ότι το είχα ακούσει πριν έρθω στο ΡΒΡ, ότι προς το τέλος της δοκιμασίας οι εθελοντές κάνουν ερωτήσεις στους αναβάτες και ανοίγουν συζήτηση με σκοπό να εντοπίσουν τυχόν εξαντλημένους που όμως θέλουν να συνεχίσουν πάραυτα, και να τους παροτρύνουν να ξεκουραστούν πριν ξαναβγούν στο δρόμο. Χωρίς να αισθάνομαι ίχνος ενόχλησης ή δυσφορίας για την επιμονή του, αλλά επειδή ένιωσα γι’ αυτόν τον άνθρωπο την υποχρέωση να ανακουφίσω την γνήσια ανησυχία του, του απαντάω ότι σκοπεύω να κοιμηθώ στη Fougères, χωρίς να έχω καμία πρόθεση να κάνω κάτι τέτοιο. Πόσο απέχει ακριβώς η Fougères, ρωτάω. 54 χιλιόμετρα απαντάει. Τρεις ώρες το πολύ, του λέω. Συμφωνεί χαμογελώντας καθώς μου επιστρέφει την κάρτα, εμφανώς ικανοποιημένος που διέκρινε διαύγεια πνεύματος στον συνομιλητή του. Bon courage, μου λέει, και τον αποχαιρετάω. Δεν ξέρω αν οφείλεται στην ώρα, στην κούραση, στην υπερπροσπάθεια ή σε τι άλλο, αλλά τη στιγμή εκείνη μπήκα σε μια κατάσταση υπερευαισθησίας και κρυστάλλινης αντίληψης, και η σκηνή αυτή με γέμισε γαλήνη και ηρεμία. Αυτός ο άνθρωπος και οι άλλοι φίλοι του στα μωβ, οι ανώνυμοι άνθρωποι στο δρόμο, όλοι αυτοί που σε παρακολουθούνε όταν περνάς και σε χειροκροτάνε και σου ψιθυρίζουν allez, allez στη σιωπή και στο σκοτάδι, ήταν όλοι εκεί και σε προστάτευαν, σε αγκάλιαζαν, σε βοηθούσαν και σου έδιναν δύναμη και ενέργεια. Ήταν εκεί Αυτοί και δεν μπορούσε να σ’αγγίξει το Κακό. Ήταν όλα πολύ, πολύ καλά... Βρε μήπως είμαι σουρωμένος!! Κι όμως, δεν είμαι...

 


Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια που οδηγούν στο σελφ σέρβις. Από τις γαστρονομικές επιλογές διαλέγω κλασικά τα ζυμαρικά. Δεν είχε σάλτσα, αλλά από ένα μπολ στην άκρη μπορούσες να βάλεις όσο τριμμένο τυρί ήθελες. Σχηματίζω ένα βουναλάκι από τυρί, προσθέτω στο δίσκο ένα κομμάτι ψωμί και, αφού πληρώνω, κάθομαι στην χαλαρή, ψιλοάδεια αίθουσα. Η φωνή ενός Αμερικάνου που στρογγυλεύει όλες τις λέξεις δεσπόζει πάνω από τους υπόλοιπους ηχίσκους. Δίπλα μου ένας έχει γείρει το κεφάλι στο τραπέζι και κοιμάται. Σε κάποια φάση, κάθονται σ’ένα διπλανό τραπέζι και οι τρεις Ρώσοι με τους οποίους έφυγα από το Quédillac. 


Αλλάζω μπαταρίες στο GPS και δίνω τις παλιές για ανακύκλωση. Φεύγω κατά τις 11.30. Ανηφόρα, κατηφόρα... 

Ποδηλατώ ως επί το πλείστον μόνος καθώς είχε πολύ λίγα κόκκινα φωτάκια στο δρόμο, και αυτά όχι κοντά σε μένα, και σε δυο ώρες είμαι στη Fougères. Κοίτα να δεις, έφτασα πιο γρήγορα απ’ότι περίμενα! Πάω στο πίσω μέρος της περιοχής του κοντρόλ και μπαίνω για σφράγισμα. Στο γυμναστήριο όπου στεγάζονται οι σφραγίδες, οι εθελοντές έχουν τοποθετήσει στο πάτωμα στρώματα γυμναστικής και δεκάδες ραντονέρ κοιμούνται καταγής.

 





Ο κοντρολιέρι σφραγιδέιρο είναι ένας πολύ συμπαθητικός και ζωντανός κύριος με μουστάκι, γύρω στα εξήντα, που εκφράζει διάφορα θαυμαστικά τύπου «Ah, la Grèce, bravo!!». Δεν πεινάω αλλά θέλω καφέ. Αγοράζω έναν μαζί με ένα κρουασάν, από το «κυλικείο» μέσα στην ίδια αίθουσα. Κάθομαι, και την ώρα που βγάζω τα παπούτσια μου ένας Ισπανός που δεν έχω ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου, με ρωτάει αν θα κοιμηθώ. Του λέω όχι, σκοπεύω θα συνεχίσω, και εμφατικά και κατηγορηματικά μου απαντάει, κουνώντας μου το δάχτυλο σαν να με μαλώνει, πως αυτός ο ίδιος δεν αντέχει άλλο και θα σωριαστεί εδώ! Οκέυ, amigo... 

Φεύγει ο Ισπανός να βολευτεί, και καταλήγει να σκαρφαλώνει για να κοιμηθεί στην στοίβα των στρωμάτων στη γωνία της αίθουσας καθώς ο εθελοντής που τον βοηθάει δεν βρίσκει δύο ελεύθερα τετραγωνικά μέτρα πατώματος για να στρώσει κάτω. Πίνω τον καφέ μου αργά. Απέναντί μου κάθονται δύο ποδηλάτες, ένας απλός παππούς κουρασμένος και ένας καμπουριασμένος γέρος ζόμπι. Το ζόμπι έχει κατακόκκινα μάτια που με κοιτάνε χωρίς να με βλέπουν. Ο τύπος είναι αλοιφή, δεν αντιδράει σε τίποτα... 

Πριν τελειώσω τον καφέ μου, γέρνω το κεφάλι μου να κλείσω τα μάτια, παρά το γεγονός ότι δεν νιώθω να νυστάζω καθεαυτού. Αποκοιμιέμαι όμως, αλλά συνέρχομαι τη στιγμή που παραλίγο να μου πέσει το χάρτινο κύπελλο απ’ τα χέρια. Τελειώνω τον καφέ μου και ξαπλώνω το κεφάλι στο τραπέζι για πιο άνετα. Κοιμάμαι 20 λεπτά. Ξυπνάω. Το ζόμπι δεν κουνήθηκε... Φοράω παπούτσια και καλύμματα, γεμίζω παγούρια βγαίνοντας και φεύγω. Κάνει πολύ κρύο, ή μάλλον όχι τόσο, αλλά είναι η φάση εκείνη που έχεις σταματήσει νύχτα και έχεις κρυώσει, και απαιτούνται από 1 έως 5 χιλιόμετρα πεταλάρισμα (ανάλογα τα υψομετρικά) για να ξαναζεσταθείς. Ευτυχώς (κατά κάποιο τρόπο), βγαίνοντας από Fougères διασχίζεις την κωμόπολη ανηφορικά... 

Δε θυμάμαι τίποτα που να διαφέρει από το συνηθισμένο, παρά μόνο ότι μετά από λίγο άρχισα να νιώθω έντονα τη νύστα. Στον επόμενο αυτοσχέδιο ανεφοδιασμό θα πιω πάλι καφέ. Λίγο παρακάτω άσπρα φώτα και παρκαρισμένα ποδήλατα στα δεξιά δείχνουν το ποθητό σημείο. Σταματάω. 

- Τι θα πάρετε, κύριε; Καφέ, τσάι, χυμό, κρέπα, κέικ...; Μεγάλη ποικιλία το μαγαζί.

- Καφέ και μια κρέπα παρακαλώ.

- Με τι την θέλετε την κρέπα σας, ζάχαρη ή μαρμελάδα;

- Ζάχαρη παρακαλώ.

- Ορίστε.

- Τι χρωστάω;

- Είναι δωρεάν, αλλά θα το εκτιμούσαμε αν στέλνατε μια καρτ-ποστάλ από το μέρος όπου ζείτε στη διεύθυνση αυτή (μου δίνει ένα χαρτάκι). Είναι το μόνο που ζητάμε.

 



Θυμάμαι ότι είχα ακούσει γι’αυτό το μυθικό μέρος, την la Tannière, όπου οι άνθρωποι σου δίνουν να φας και να πιεις με μόνη απαίτηση να στείλεις μια καρτ-ποστάλ, κι αυτό αν θέλεις.

 - Εσείς από που είστε;

- Από την Ελλάδα.

- Α, Ελλάδα, ναι, έχουμε δυο τρεις κάρτες από κει από το προηγούμενο ΡΒΡ, πηγαίνετε να δείτε τους πίνακες εκεί πέρα, πρέπει να βρίσκονται στον πρώτο, κάτω αριστερά. 

Με τον καφέ και τη κρέπα μου ανά χείρας πάω παραδίπλα και κοιτάω τους τρεις πίνακες με τις εκατοντάδες καρτ-ποστάλ. Οι πίνακες δεν φωτίζονται εξ’ολοκλήρου, οπότε δε βρίσκω της Ελλάδας, αλλά διαπιστώνω ότι είναι χωρισμένοι σε κατηγορίες: Ευρώπη, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, Ηνωμένες Πολιτείες και Καναδάς, υπόλοιπη Αμερική, Ιαπωνία, Ασία, Αφρική, Αυστραλία...

 


Επιστρέφω, ζητάω αν μπορώ να έχω και μια δεύτερη κρέπα με μαρμελάδα αυτή τη φορά... Χορτάτος και με την υπογλυκαιμία ηττημένη, ζητάω μια φωτογραφία με όλη την οικογένεια. Την ώρα που ετοιμάζομαι να φύγω, ο πατέρας μαζεύει ένα γάντι από την άσφαλτο. Νομίζει ότι ανήκει σ’ έναν Άγγλο με ξαπλωτό ποδήλατο που έφυγε ένα λεπτό νωρίτερα, αλλά δεν είναι σίγουρος. Του λέω ότι λογικά θα τον φτάσω σύντομα, οπότε θα τον ρωτήσω αν έχασε κάνα γάντι, και αν είναι θα του πω ότι βρίσκεται εδώ, στις κρέπες. Συμφωνεί ο πατέρας και μου το δείχνει για να μπορέσω να του το περιγράψω. Είναι ένα γάντι πολύ ρετρό, της δεκαετίας του εβδομήντα, πλεκτό με χαλαρό βρόχο από πάνω και δερμάτινο στη παλάμη, χρώματος κρεμ. Φεύγω στο κυνήγι του Άγγλου ξαπλωτού. Ευτυχώς μπροστά ο δρόμος βρίσκεται σε παρατεταμένη ανηφόρα, και λέω ευτυχώς γιατί έχω διαπιστώσει σ’όλο αυτό το ΡΒΡ ότι τα ξαπλωτά υστερούν κατά πολύ στις ανηφόρες, πιθανότατα τόσο λόγο βάρους αλλά κυριότερα διότι ο αναβάτης δεν μπορεί να σηκωθεί ορθοπέταλο και να ενεργοποιήσει το supercharger όπως σ’ένα κανονικό ποδήλατο. Μέσα στη δέσμη του προβολέα μου, βλέπω άλλο ένα γάντι στο οδόστρωμα. Γυρνάω και σκύβω να το μαζέψω. Είναι το άλλο χέρι του ίδιου ζευγαριού. Το παίρνω μαζί μου και λίγο πιο πάνω, βλέπω τον Εγγλέζο να έχει σταματήσει και να σκαλίζει στα πράγματά του. Αυτό ψάχνετε; του λέω. Ναι, αυτό, α ευχαριστώ! Το άλλο σας έπεσε στις κρέπες λίγο παραπίσω, και το’χει ο κύριος, δεν είναι μακριά, αλλά θα χρειαστεί να ξανανεβείτε την ανηφόρα δυστυχώς... 

Συνεχίζω, όσο περνάει η ώρα όμως, εντείνεται η νύστα. Ο ρυθμός μου είναι άθλιος. Ενώ συνεχίζουν να λειτουργούν κανονικά οι μηχανικές λειτουργίες, ο εγκέφαλος δεν δίνει σήμα στα πόδια να πεταλάρουν. Μ’άλλα λόγια, κρατάω χωρίς δυσκολία το ποδήλατο στο δρόμο, αλλά όταν φτάνω στον πάτο ενός κατήφορου και αρχίζει το ανηφοράκι, ξαφνικά επανέρχομαι απ’ το όνειρο στη συνειδητή σκέψη για να διαπιστώσω όλος απορία ότι είμαι σταματημένος. Μα γιατί σταμάτησα; Α, ναι, το ξέχασα, πρέπει να κάνω πεντάλ! Άντε άλλαζε δίσκους και ταχύτητες, βρες τις σχέσεις που λειτουργούν, ανέβα την ανηφόρα αγκομαχώντας ενώ όλοι οι άλλοι σε περνάνε σαν σταματημένο. Μια, δυο, τρεις φορές... Σε κάποια φάση το παίρνω απόφαση: ήτανε λάθος να μην κοιμηθώ στη Fougères. Αυτή η διαδικασία δε παράγει αποτέλεσμα και δεν έχει νόημα να συνεχιστεί! Όμως κάνει κρύο και δεν θέλω να κοιμηθώ στο χορτάρι στην άκρη του δρόμου, όπως τα άλλα πτώματα. Κάπου μέσα. Villaines αποκλείεται, είναι πολύ μακριά. Κανένα καφέ ή άτυπο σημείο ανεφοδιασμού. Ποδηλατώ μερικά χιλιόμετρα ακόμα, χωρίς να βρω αυτό που ψάχνω. Κατά τις 5 τα ξημερώματα, και ενώ η νύστα ρημάζει πια τις διανοητικές λειτουργίες μου, περνώντας από ένα χωριό (εκ των υστέρων υπολόγισα ότι ήταν το Ambrières-les-Vallées) βλέπω σε μια στροφή ένα άδειο, ξύλινο παγκάκι. Θα πρέπει να αρκεστώ σ’αυτό. Σταματάω, ισορροπώ το ποδήλατο στο στύλο φωτισμού δίπλα στο παγκάκι. Να βγάλω αλουμινοκουβέρτα ή όχι; Όχι, δεν θα κάτσω και τόσο πολύ, ένα power nap και έφυγα. Κοιμάμαι στην αρχή καθιστός, με σταυρωμένα τα χέρια για να διατηρήσω τη θερμότητα. Μέσα στον ύπνο μου, ακούω τους ποδηλάτες να περνάνε, φρρρρ, φρρρρ... Μετά ξαπλώνω στο παγκάκι, για μεγαλύτερη άνεση. Το κράνος, που δεν έχω βγάλει από το κεφάλι μου, σφηνώνει το τελευταίο σε μια θέση κάπως αναπαυτική.... 

Ξυπνάω. Σηκώνομαι να πάω στο ποδήλατο. Στον τοίχο του κτιρίου πίσω από το παγκάκι έχει έρθει και ακουμπάει καθιστή με ανοιχτά τα πόδια μια Σουηδέζα, το ποδήλατο δίπλα της. Κοιμάται. «Κοίτα να δεις, κοιμήθηκα και με Σουηδέζα σ’αυτό το ΡΒΡ J». Ανεβαίνω στο ποδήλατο. Η ώρα είναι έξι παρά τέταρτο, έχω κοιμηθεί τρία τέταρτα. Διασχίζω το χωριό, και απογοητεύομαι καθώς 500 μέτρα πιο πέρα έχει ένα ανοικτό σουπερί με ποδηλάτες μέσα. Γμτ, θα μπορούσα να είχα κοιμηθεί εδώ, στη ζεστούλα, θα’τρωγα και μια σουπίτσα… 

Ξημερώνει. Νιώθω καλύτερα σε σχέση με τον υπνηλία, αλλά δεν είμαι 100%. Ωστόσο, για την πρώτη ώρα είμαι λειτουργικός και ποδηλατώ με ρυθμό χαμηλότερο από το κανονικό μεν, αλλά καλό. Μετά όμως πέφτει ο ρυθμός και πάλι, και ταλαιπωρούμαι με τη νύστα και τη κούραση (του εγκεφάλου, όχι των ποδιών). Η άφιξη στο Villaines-la-Juhel αποτελεί λύτρωση κατά κάποιο τρόπο. Στο σφράγισμα, ο κοντρολιέρης χαρίζει δώρο στους αναβάτες μια πορτοκαλί σακούλα που κλείνει με κορδόνι. Ωραίο, χρήσιμο για να βάλω τ’άπλυτα, σκέφτομαι. Μόλις σφραγίζω, μεταφέρομαι δεξιά στο στενό όπου βρίσκεται το εστιατόριο που δεν είχα βρει στο πήγαινε, τότε, πριν από περίπου εκατό χρόνια, με ‘κείνον τον Ιταλό, πως τόνε λέγανε, Ματία κάπως... Το πάρκινγκ είναι σχεδόν άδειο. Προσπαθώ να το κατανοήσω αυτό, και με κάποια δυσκολία φτάνω στο συμπέρασμα ότι το γκρουπ των 80 ωρών έχει ως επί το πλείστον περάσει και βρίσκεται μπροστά, το γκρουπ των 84 ωρών με την εκκίνηση Δευτέρα πρωί δεν έχει φτάσει ακόμα, ενώ όσον αφορά το δικό μου γκρουπ των 90 ωρών πρέπει μάλλον να βρίσκομαι κοντά στην κεφαλή του. 


Μπαίνω στο εστιατόριο. Δύο πράγματα μου κάνουν εντύπωση: πρώτον, είναι πολύ μικρό, έχει ζήτημα καμιά 20αριά θέσεις. Δεύτερον, είναι άδειο από ποδηλάτες. Οκέυ, whatever. Όμως, έχει μακαρόνια, και ω του θαύματος, για πρώτη φορά σ’αυτό το ΡΒΡ, έχει και κιμά!!! Συμπληρώνω το μενού με potage (σούπα αλεσμένων λαχανικών), ένα κασέρι στη τύχη και μια κρέμα για γλυκό, καθώς και το πάλαι ποτέ μπρεβετάδικο αναψυκτικό, την απαραίτητη κόκα κόλα. Μόλις πληρώνω, ένα ξανθό κορίτσι ηλικίας τρίτης γυμνασίου περίπου, πιάνει τον δίσκο μου και, τραβώντας τον ελαφρά, με ρωτάει αν θέλω να το μεταφέρει αυτή. Να το μεταφέρει που, δεν κατάλαβα, αλλά της λέω όχι ευχαριστώ, είμαι κουρασμένος αλλά όχι τόσο ώστε να μη μπορώ να κουβαλήσω το φαγητό μου. Αφήνει τον δίσκο και μου λέει τότε να την ακολουθήσω. Αα, νααι; Πουου; Με οδηγεί ανάμεσα σε κάτι ανοιχτά καφέ πάνελ σε μια τεράστια ημιυπόγεια αίθουσα, σαν κλειστό γυμναστήριο μάλλον, με πέντε-έξι διπλές σειρές μεγάλες τάβλες με καρέκλες, στο δάπεδο της οποίας έφτανες κατεβαίνοντας μια μεγάλη ράμπα. Α, τώρα κατάλαβα γιατί η δωρεάν μεταφορά των δίσκων. Υποψιάζομαι ότι κάποιοι θα φτάνουν εδώ τόσο κομμάτια ώστε στο παρελθόν να είχαν πολλά ατυχήματα με ποδηλάτες που σκοντάφτουν στη ράμπα. Κατεβαίνουμε μαζί απρόσκοπτα, την ευχαριστώ και φεύγει. Κάθομαι σε μια θέση στη δεύτερη τάβλα, μακριά από τους λιγοστούς άλλους. Θέλω ησυχία. Ξεκινάω το φαγητό μου, κοιτάζοντας γύρω. Στη μια άκρη της αίθουσας έχει «κυλικείο» με σάντουιτς, κρουασάν, καφέδες, κλπ. Στην άλλη άκρη έχει εξαρτήματα αθλητισμού και ένα πεζουλάκι, πάνω στο οποίο κοιμάται ένας Γιαπωνέζος.

 



Δυο μπουκιές αργότερα, έρχονται και κάθονται ακριβώς δίπλα μου, ωσάν να μην είχε πουθενά αλλού κενές θέσεις, ένας Γάλλος πενηντάρης πιμπιπής με τη γυναίκα του και δύο μέλη από το σόι του, αδέλφια ίσως, που του κουβαλάνε το φαγητό, τον σερβίρουνε, τον σκουπίζουνε, μόνο που δεν τον ταΐζουνε τον μπέμπη τους! Ξενερώνω με τη φάση, αλλά πιο πολύ επειδή όλοι τους είναι απίστευτα φλύαροι! Μιλάνε συνέχεια, και δυνατά, και αυτό είναι κάτι που η παροιμιώδης εσωστρέφειά μου δυσκολεύεται να χωνέψει, ειδικά εκείνη την γ@$#μένη τη στιγμή που έχω ποδηλατήσει 1000 γ@$#μένα χιλιόμετρα τις τελευταίες 60 γ@$#μένες ώρες!!! Το χειρότερο, λένε μ@λ@κίες, μ@λ@κίες, μ@λ@κίες! Εδώ στα καλά μου δεν αντέχω τέτοιες φάσεις, τώρα που’ μαι κι έτσι...!!! Αλλά όταν αρχίζουν και σκουντάνε το τραπέζι πάνω στον ενθουσιασμό του διαλεκτικού οργασμού τους, κουνώντας ταυτόχρονα τη μπουκιά μου που είναι καρφωμένη στο πιρούνι μου που το κρατάει το χέρι μου που ακουμπάει στο γ@$#μένο το τραπέζι που κουνιέται, ε τότε το παίρνω απόφαση! Τους κεραυνοβολώ έναν-έναν με το βλέμμα, μάταια φυσικά, θαρρείς και όταν πεις τον μαλάκα «μαλάκα» αυτός νοιάζεται, πιάνω τον δίσκο μου και μεταφέρομαι σε μια θέση μακριά, πολύ μακριά από αυτούς, ενώ αυτοί σταματούν να μιλούν (το πιστεύετε;) για πέντε ολόκληρα δευτερόλεπτα πίσω από τη πλάτη μου, ξαναρχίζοντας δριμύτερα καθώς απομακρύνομαι, σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα και αγνοώντας παντελώς το μέγεθος της αγένειάς τους και το πόσο ενοχλητικοί πραγματικά είναι. Αυτοί οι εξωστρεφείς τύποι τελικά ζούνε εντελώς, μα εντελώς στον γ@$#μένο κόσμο τους... 

Τρώω, γαλήνια πια. Το φαγητό, για πρώτη φορά, είναι θεσπέσιο! Άνευ πλάκας, ήταν (και παρέμεινε μέχρι τον τερματισμό) μακράν το νοστιμότερο καθ’ όλο το ΡΒΡ. Πέντε λεπτά αφού μου πήρε το δίσκο με τα αδειασμένα πιάτα ο εθελοντής, σηκώνομαι και πάω στο ποδήλατο. Έξω έχει ήλιο και ζεστούλα. Αποφασίζω ν’αλλάξω πάλι και να φορέσω τα ρούχα με τα οποία ξεκίνησα, την Ελληνική γαλανόλευκη εμφάνιση της ARG. Δυσκολεύομαι λίγο να το πράξω σε μια στενή τουαλέτα, αλλά τελικά τα καταφέρνω. Το τελευταίο πράμα που κάνω πριν καβαλήσω το ποδήλατο είναι να πετάξω σ’έναν κάδο τις homemade ενεργειακές μπάρες που κουβαλάω άσκοπα από την εκκίνηση: μάλλον δεν θα τις χρειαστώ πια... Έχουν μείνει 220 χιλιόμετρα... τίποτα δηλαδή, ένα Τριεθνές, σιγά το πράμα!! 

Φεύγω καθώς ένας εκφωνητής παίρνει από κάποιους συμμετέχοντες με tandem συνέντευξη και η όλη συνομιλία μεταδίδεται από τα μεγάφωνα. Ο δρόμος έχει χάσει πια την αίσθηση της Βρετάνης, με μεγαλύτερες ευθείες και ανοιχτωσιές, απέραντα χωράφια, κλπ. Επίσης, παρατηρώ ότι έχουν ενταθεί οι περιπολίες των μοτοσυκλετιστών της διοργάνωσης με την πινακίδα Α.Ν.Ε.C. Κατά την αναχώρηση από τη Villaines, νιώθω καλά, αλλά πολύ σύντομα πέφτει και πάλι ο ρυθμός. Αγκομαχώ στις ανηφόρες, δεν πεταλάρω στις κατηφόρες, με προσπερνάει πολύς κόσμος... Σύντομα αρχίζω και πάλι να παλεύω με τη νύστα. Τελικά ήταν μεγάλο λάθος να μην κοιμηθώ κανένα δίωρο ή τρίωρο τη νύχτα, καθώς υπολογίζω ότι στην καλύτερη των περιπτώσεων, από την απώλεια ρυθμού και τις συχνές στάσεις για να συνέλθω, χάνω όσο χρόνο είχα ντεμέκ κερδίσει, ίσως και περισσότερο. Σε κάποια φάση, καθώς αποκοιμιέμαι στο τιμόνι, σταματάω στην κορυφή μιας ανηφόρας μπροστά από μια βίλα όπου οι κάτοικοι έχουν στήσει ravito gratuis. Χρειάζομαι κάτι γλυκό, και οι άνθρωποι προσφέρουν madeleines, ουσιαστικά κάτι κεκάκια σε σχήμα ούφο. Με διαβεβαιώνουν ότι είναι δωρεάν, οπότε να μην ανησυχώ σαν Έλληνας ότι θα χρειαστεί να πληρώσω. Τη στιγμή εκείνη βρίσκω το αστείο πολύ κρύο και σκάω μισό χαμόγελο, αλλά ανεξαρτήτως κατεβάζω πέντε-έξι από τα νόστιμα κεκάκια. 


Κάπως βελτιώνεται η κατάσταση χωρίς όμως να γίνει και καλή. Μετά από κάτι μεγάλες ευθείες, κολλάω σ’ένα Ευρωπαϊκό γκρουπ με Γερμανούς, Γάλλους, Άγγλους και έναν Καναδό. Ο ρυθμός τους είναι πιο γρήγορος από τον δικό μου αλλά όχι τόσο ώστε να μην μπορώ ν’ακολουθήσω. Πάμε κάμποση απόσταση μαζί, αλλά πέντε χιλιόμετρα πριν το Mortagne-au-Perche, σε μία αλλαγή στην ανηφόρα βγαίνει η αλυσίδα από τον μικρό δίσκο και σφηνώνει μεταξύ αυτού και του σκελετού. Σταματάω στην άκρη και εξετάζω τη ζημιά, καθώς με προσπερνάνε τα πίσω μέλη του γκρουπ στο οποίο βρισκόμουν διερευνώντας «everything ok»? Good, good, απαντάω καθώς απομακρύνονται. Τραβάω λίγο την αλυσίδα αλλά είναι πολύ σφηνωμένη και δε βγαίνει εύκολα. Τελευταίος σταματάει ο Καναδός, ένας ψηλός, λεπτός σαραντάρης, και χωρίς να ξεκαβαλήσει το ποδήλατό του ρωτάει: «What happened

«The chain skipped and got stuck between the inner chainring and the bottom bracket. It’s hard to get it out of there».

Κοιτάει κάτω στη βλάβη... «Whoa, you’re gonna get really dirty»! «Yep, well, whatever» απαντάω. «Good luck» μου λέει, και φεύγει. 

Μου πήρε ένα τέταρτο. Τραβάω από δω, δεν βγαίνει, γυρνάω τους δίσκους, κολλάει, τραβάω αλλιώς, πάλι... Σε κάποια φάση περνάνε αυτοκίνητα και νταλίκες με μεγάλη ταχύτητα, οπότε μεταφέρω το ποδήλατο στο χορτάρι του ερείσματος για να συνεχίσω. Τελικά καταφέρνω να απελευθερώσω την αλυσίδα, αλλά όπως είχε προβλέψει και ο Καναδός, οι άκρες των δακτύλων μου έγιναν μαύρες από τα γράσα. Εν τω μεταξύ, είχα μέσα στο τσαντάκι της σέλας γάντια μιας χρήσης, αλλά ήταν στο βάθος με τα εργαλεία και είχα βαρεθεί να τα βγάλω. Δεν είχα καν βγάλει τα γάντια ποδηλασίας. Καθαρίζομαι όπως-όπως με κάτι υγρά μαντηλάκια που κουβαλούσα, αναβάλλοντας τον βαθύ καθαρισμό για τη στάση στo Mortagne σε 10 λεπτά. 

Πράγματι, με πολύ προσοχή να μη λερώσω με γράσα την ολοκαίνουρια μπλε ταινία στο τιμόνι (τελικά δεν το πέτυχα εντελώς, λερώθηκε...), φτάνω στο Mortagne, παρκάρω, σφραγίζω και πάω απευθείας στην τουαλέτα, όπου για 10 λεπτά έτριβα τα χέρια με σαπούνι για να καθαρίσουν. Με μόνο κάποιες σκιές γράσου να έχουν απομείνει στα δάκτυλα, κατευθύνομαι στη σάλα εστιατορίου. Είναι ώρα για καφέ, σάντουιτς μπαγκέτα-ζαμπόν-βούτυρο, και κρουασάν. Κάθομαι και τρώω, αργά. Δίπλα μου, ένα ζευγάρι Αμερικάνων με tandem ανεφοδιάζονται. Το κορίτσι φαίνεται καλά, αλλά το αγόρι είναι κομμάτια και καθώς τρώει, σε κάποια φάση βάζει μια μπουκιά στο στόμα, μεσολαβεί ένα κενό ενός λεπτού κατά το οποίο δεν συμβαίνει τίποτα, και μετά αφήνει κάτω πιρούνια κλπ. και γέρνει το κεφάλι στο τραπέζι ροχαλίζοντας. Η σύντροφός του τον κοιτάει με στοργή και τον αφήνει να κοιμηθεί... Η περίμετρος της αίθουσας είναι διάσπαρτη με πτώματα (πιμπιπήδες που κοιμούνται) σε διάφορες στάσεις, καθιστοί, ξαπλωτοί, κάποιοι περίεργα... Στιγμιαία αναρωτιέμαι πως να ήταν η δικιά μου πτωματική εμφάνιση όταν κοιμόμουν στο παγκάκι τα ξημερώματα. Μάλλον κάπως έτσι, σαν κι αυτά τ’αδέλφια μου εδώ...

 



Φεύγω από Mortagne. Απομένουν 140 χιλιόμετρα. Μπορείς να τον μυρίσεις τον τερματισμό! Αν και είναι μεσημέρι, πολύ σύντομα μετά την αναχώρηση αρχίζω και πάλι να αποκοιμιέμαι στο τιμόνι. Αυτή τη φορά δεν τη παλεύω καθόλου, στο πρώτο χωριό (που από την εκ των υστέρων έρευνα προκύπτει ότι είναι το Longny-au-Perche) παίρνω μια κλειστή δεξιά στροφή μπροστά από μια εκκλησία και ακριβώς εκεί στο πεζοδρόμιο βλέπω ένα πολύ ελκυστικό πέτρινο παγκάκι. Φρένο, σταθεροποιώ το ποδήλατο στον τοίχο και ξαπλώνω ανάσκελα στο παγκάκι, τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και τα γόνατα εκατέρωθεν λυγισμένα με τα παπούτσια να πατάνε στο έδαφος. Αποκοιμιέμαι ακαριαία... 

... Ακούω τα φρρρρ, φρρρρ και τις φωνές των ποδηλατών που παίρνουν τη στροφή και φεύγουν ανατολικά. Σηκώνομαι. Βλέπω την ώρα: κοιμήθηκα τρία τέταρτα. Φεύγω. Ως δια μαγείας, ξαναβρήκα τον καλό μου ποδηλατικό εαυτό. Έχω πολύ καθαρό μυαλό και πολύ δύναμη στα πόδια. Πάνω απ’όλα, έχω αντοχή. Πιάνω μέση 35 km/h και τη διατηρώ. Βοηθάει σ’αυτό και το τερέν, που είναι αρχικά κατηφορικό και στη συνέχεια πια φαίνεται να έχει ισιώσει καθώς απουσιάζουν οι συνεχείς ανηφοροκατηφόρες. Κολλάει πίσω μου ένας Γάλλος. Ένα χιλιόμετρο αργότερα, μένει. Περνάω δίπλα από μια λίμνη στ’αριστερά, μία έπαυλη με έναν ψηλό τοίχο γύρω που περικυκλώνει τα στρέμματα του οικοπέδου της στα δεξιά... Λίγο μετά κολλάω σ’ένα γρήγορο γκρουπ μ’έναν άλλο Γάλλο, έναν Ρώσο και δύο Ισπανούς από την Asturias. Ο Ρώσος τραβάει, αλλά μερικά χιλιόμετρα αργότερα μένει. Οι υπόλοιποι τέσσερις συνεχίζουμε, αλλά ο Γάλλος θέλει να πάει πιο γρήγορα και κολλάει μ’έναν άλλον που μας προσπερνάει. Παροτρύνω τους Ισπανούς να πάμε μαζί τους, αλλά αυτοί τα’χουν παίξει, και κάνοντας κάποιες χειρονομίες αποδοκιμασίας, λένε κάτι του στυλ «άσ’ τον να φύγει, εμείς δε μπορούμε έτσι». Μένω μαζί τους να κάνω αλλαγές με κάπως αργότερο ρυθμό, σύντομα μετά όμως σε μια ελαφρά ανηφόρα μένουν πίσω. Λάθος επιλογή, έπρεπε να είχα φύγει με τον Γάλλο! Το κεφάλι κάτω, πιάνω και πάλι τον ρυθμό μου, σαν να τρέχω χρονόμετρο. Προσπερνάω σαν σταματημένους ότι βρίσκεται μπροστά μου. Κατά καιρούς, κοιτάω πίσω και βλέπω ότι αναπάσα στιγμή έχω ουρά από έναν έως δέκα ποδηλάτες. Σε λίγο φτάνω τον Γάλλο, ο οποίος έχει μείνει μόνος. Μαζί ξεκολλάμε από το πελοτόν μου και πηγαίνουμε ολοταχώς προς Dreux. Καμιά δεκαριά χιλιόμετρα πριν φτάσουμε, καθώς βλέπουμε τις παρυφές του χωριού πέρα μακριά, χαλαρώνουμε ρυθμό και πιάνουμε τη συζήτηση. Μου λέει ότι αυτός κάνει κυρίως VTT (vélo tout terrain, κοινώς mountain) και έτσι δεν ξέρει ποια είναι η σωστή συμπεριφορά σε γκρουπ. Του απαντάω ότι γι’ αυτό εξηγούνται οι αρτσούμπαλες αλλαγές του και το γεγονός ότι ανεβάζει τη μέση κίνησης κατά 5-7 km/h μόλις μπει μπροστά. Ζητάει να του εξηγήσω τι πρέπει να κάνει, και του κάνω ένα γρήγορο μάθημα πάνω στα τεχνικά του θέματος «κίνηση σε γκρουπ»... μπλα, μπλα, μπλα... σταθερό ρυθμό... μπλα, μπλα... αντίσταση αέρα... μπλα, μπλα... μισή διάμετρο απόσταση το πολύ... μπλα, μπλα... πετυχαίνεις σωστή και αποτελεσματική εφαρμογή... μπλα, μπλα... 30% λιγότερη ενέργεια ανά χιλιόμετρο... μπλα, μπλα...αύξηση συνολικής απόστασης... μπλα, μπλα... μείωση συνολικού χρόνου, ανάλογα... μπλα, μπλα, μπλα.................. 

Ααα, λέει, δεν τα ήξερα όλα αυτά, ευχαριστώ πολύ! Παρακαλώ.

 


Μπαίνουμε στο Dreux, αλλά ο δρόμος μεανδρίζει ανάμεσα σε σπίτια, κάτω από γέφυρες, μέσα από πάρκα κλπ. για κάμποση ώρα πριν καταλήξουμε στις εγκαταστάσεις του κοντρόλ. Χανόμαστε στο πάρκινγκ καθώς αυτόν τον αναχαιτίζουν κάτι συγγενείς του που τον περιμένανε και τον απομακρύνουν προς άλλη κατεύθυνση. Την ώρα που παρκάρω, πέφτουν και μερικές ψιχάλες. Όπα. Ντύνω τη Brooks και μπαίνω για σφράγισμα. Ο πορφυροντυμένος κοντρολιέρης που με σφραγίζει, ένας ψημένος ποδηλάτης όπως φαίνεται, διαπιστώνοντας ότι είμαι Έλληνας μου λέει επανειλημμένα πολλά εγκάρδια μπράβο και σε μένα και σ’όλους τους συμπατριώτες μου, και μ’ ενημερώνει ότι έχω ουσιαστικά τελειώσει, με μόνο 54 χιλιόμετρα μέχρι το Παρίσι. Είναι ωραία η σκέψη...

 



Ένας εθελοντής που με βλέπει να περιφέρομαι με τα παγούρια μου ψάχνοντας, προσφέρει την πληροφορία: «γέμισε εκεί μέσα», δείχνοντας τις τουαλέτες, «έχει βρύσες που βγάζουν κρύο νερό». Ένας άλλος που περνούσε διαφωνεί: «τι του λες του ανθρώπου, εκείνο το νερό δεν πίνεται! Πρέπει να πας εκεί για να γεμίσεις», και μου δείχνει προς μιαν άλλη κατεύθυνση. «Ω λα λα, μα τι είν’ αυτά που λες, όλοι εδώ γεμίζουν! Και γω από δω ήπια, φυσικά και πίνεται, και είναι και κρύο, ενώ εκεί που λες εσύ βγάζει ζεστό νερό, δεν πίνεται». «Πίνεται», «δεν πίνεται», «πίνεται»... Τους αφήνω στη διαφωνία τους και πάω να γεμίσω από το κρύο νερό... 

Δεν πεινάω για πλήρες γεύμα, αλλά έναν μεγάλο καφέ με ένα κρουασάν και μια μηλόπιτα τα παίρνω. Κάθομαι να φάω στις μεγάλες τάβλες. Καθώς τρώω, ρίχνω μια ματιά στο κινητό μου. Έχω λάβει πολλά μηνύματα από φίλους και συγγενείς που παρακολουθούν το tracking της διοργάνωσης. «Άντε, σε παρακολουθούμε, βλέπουμε ότι είσαι εκεί, σχεδόν τελείωσες, είμαστε μαζί σου...!» Τα διαβάζω, και ξαφνικά πλημμυρίζω από ενέργεια σαν να έβαλα καινούριες μπαταρίες! Πάει η κούραση, πάνε οι πονίσκοι, πάνε όλα! Να’ναι καλά όλοι τους (= να’στε καλά όλοι σας, σας αγαπώ πολύ). Σηκώνομαι. Άντε, ένα τελευταίο ντου και φτάσαμε. 

Φεύγω, συνειδητοποιώντας ότι αυτή είναι και η τελευταία αναχώρησή μου. 54 χιλιόμετρα. Ο δρόμος είναι φλατ, και συνεχίζω στον ίδιο ρυθμό, το κεφάλι κάτω. Βλέπω μπροστά μου τους δύο Αστουριανούς πέρα μακριά. Μάλλον δεν θα έκατσαν καθόλου στο Dreux. Καθώς τους παρατηρώ, ο ένας ορθώνεται στο ποδήλατο και ψαχουλεύει την πίσω τσέπη του. Τραβάει κάτι που το φέρνει μπροστά, αλλά κατά τη διαδικασία του πέφτει χωρίς να το καταλάβει ένα αντικείμενο στην άσφαλτο. Όταν το φτάνω, το μαζεύω. Είναι ένα κομμάτι μπλε-τιρκουάζ υφάσματος. Μια σημαία! Τη μαζεύω, και σε ένα λεπτό τους φτάνω. Εε, αμίγκο, κάτι έχασες. ¡Ααα, μούτθαθ γράθιαθ, μούτθαθ γράθιαθ! Ντε νάδα... Αντιός. 

Λίγο αργότερα μαζεύω μαζί μου έναν Γάλλο πιτσιρικά 22 χρονών από το Besançon και πάμε μαζί. Σε κάποια φάση σταματάω ν’αλλάξω μπαταρίες στο GPS, τον ξαναφτάνω και συνεχίζουμε. Μ’ενημερώνει ότι δεν ξέρει να κινείται σε γκρουπ. Τι έγινε, ίωση είναι; Επειδή τα είχα πολύ πρόσφατα στο μυαλό μου από τον προηγούμενο Γάλλο, τα επαναλαμβάνω στα γρήγορα και σ’αυτόν. Συνεχίζουμε έτσι για μερικά χιλιόμετρα, και μετά χαλαρώνουμε λίγο. Με ρωτάει για την ιστορία μου και του λέω. Ύστερα μου λέει τη δικιά του, ότι δούλευε ως ψαράς (σε ποτάμια), και ξεκίνησε το ποδήλατο όταν πριν μερικά χρόνια μειώθηκαν τα ψάρια στην περιοχή του και έπρεπε ν’ αναζητήσει καινούριους ψαρότοπους. Σταδιακά αύξησε τις αποστάσεις και γλυκάθηκε από την όλη διαδικασία, και σε κάποια φάση αργότερα, μαζί με δυο φίλους του, φορτώσανε τα ποδήλατά τους μπαγκαζιέρες και προμήθειες και πήγανε ταξίδι στις Άλπεις με αντίσκηνο. Για το ΡΒΡ, το αποφάσισε τελευταία στιγμή να έρθει, και ίσαμε που κατάφερε να προκριθεί εν μέσω εξεταστικής περιόδου. Μάλιστα, το προκριματικό 400άρι το έκανε ως εξής: έφυγε καπάκι από μια εξέταση μια Παρασκευή, έφτασε χωρίς ύπνο στην αφετηρία, έτρεξε, τερμάτισε, και επέστρεψε χωρίς ύπνο διαβάζοντας στο τρένο για να δώσει ένα άλλο μάθημα τη Δευτέρα. Τον κοιτάω. Το ποδήλατό του είναι λίγο χύμα αλλά ο ίδιος φαίνεται δυνατός. Μπράβο του, αν έστω και τα μισά απ’όσα λέει είναι αλήθεια, αυτό το παιδί έχει ψυχή! 

Μετά πιάνουμε κάτι ανηφοράκια, και πράγματι είναι πολύ καλός ανηφορίστας. Βρέχει λίγο, μετά σταματάει. Το οδόστρωμα είναι βρεγμένο από προηγούμενη νεροποντή. Σε κάποια φάση μπαίνουμε σε δάσος. Σε μια ευθεία, εθελοντές της διοργάνωσης παρκαρισμένοι σ’ένα πλάτωμα στα δεξιά του δρόμου μας κάνουν σήμα να σταματήσουμε. Είναι απόγευμα αλλά δε νυχτώνει ακόμα, όμως ο νεφελώδης και γκρίζος ουρανός σκοτεινιάζει πολύ τις συνθήκες. Μας ζητάνε ν’ανάψουμε τα φώτα μας και να φορέσουμε το αντανακλαστικό γιλέκο μας, για να μη φάμε καμιά ποινή τώρα στο τελείωμα όπως μας λένε, και κυρίως να μη γίνει κάνα ατύχημα! Εγώ φορούσα ήδη το γιλέκο, ενώ το μπρος καθώς και ένα από τα πίσω φώτα μου ήταν ήδη αναμμένο. Ανάβω και το εφεδρικό καθώς ο πιτσιρικάς φοράει το γιλέκο του. Μας λέει ότι έχουμε λιγότερο από 30 χιλιόμετρα για το Παρίσι, και ότι ένα χιλιόμετρο μπροστά μας θα συναντήσουμε την τελευταία ανηφόρα της διαδρομής με κλίση 10%. Τελειώνει τις διαδικασίες ο πιτσιρικάς. Το μπροστινό του φως δεν στερεωνόταν καλά και γλιστρούσε στέλνοντας τη δέσμη στο μπροστινό τροχό του, ενώ το πίσω ήταν τόσο αμυδρό που δεν έκανε καμία διαφορά. Ο κοντρολιέρης τα κοιτάει, μετά κοιτάει αυτόν, και μ’ένα βλέμμα τύπου «ε, δε γαμίς, τέτοια ώρα...» μας λέει να φύγουμε. 

Πάμε μέσα στο δάσος. Περνάει το χιλιόμετρο και έχει κάτι ανηφοράκια, αλλά δεν είναι 10% σε καμιά περίπτωση. Άλλο ένα χιλιόμετρο και συνειδητοποιώ ότι μάλλον δε κατάλαβα καλά. Το συζητάω με τον πιτσιρικά, αλλά μου λέει ότι κι αυτός δεν το’χει ξεκάθαρο στο μυαλό του. Τελικά, 3-4 χιλιόμετρα πιο πέρα, να’τη! Πράγματι, μεγάλη κλίση με στροφές για καμιά 300αριά μέτρα, μετά όμως απαλύνεται και σύντομα τελειώνει. Τελικά η ανηφόρα δεν ήταν «στο ένα χιλιόμετρο», αλλά η ίδια ήταν 1 χιλιόμετρο. Ο πιτσιρικάς, με την αρχή της ανηφόρας, έγινε καπνός και δεν τον ξαναείδα. 

Συνεχίζω σε ομαλές συνθήκες. Σύντομα έρχεται από πίσω και ποδηλατεί δίπλα μου άλλος ένας Γάλλος, με μυτερή μύτη αυτός. Λέμε κάνα δυο κουβέντες, και του λέω «εμένα με λένε Δημήτρη, εσένα πως σε λένε;» Μου λέει (αλλά τώρα το ξέχασα...), και προσθέτει ότι ο κολλητός του λέγεται Δημήτρης, και είναι και αυτός Έλληνας. Άντε, ρε, σοβαρά; Ναι σου λέω! Από ποιο μέρος της Ελλάδας; Από κάπου μου είπε, δεν θυμάμαι, είναι οι γονείς του, ο ίδιος ο Δημήτρης είναι γεννημένος στη Γαλλία. Ζούνε στη Lille, αν και ο ίδιος έχει καταγωγή από το Παρίσι. Μου εξηγεί ότι αυτός κάνει πολλές diagonales. Τι είναι αυτό; Διαδρομές υπεραποστάσεων που διασχίζουν τη Γαλλία διαγώνια. Χμμμ, ωραίο ακούγεται... 

Με τη κουβέντα, μπαίνουμε στον πολεοδομικό ιστό της περιοχής του Vélodrome. Βλέπουμε έναν Ιταλό σταματημένο δεξιά να ντύνεται την ιταλική σημαία σαν κάπα. Λίγο παρακάτω, ένας άλλος σταματημένος Ιταλός βγάζει το γιλέκο του για να φαίνεται η ιταλική φανέλα του. Ώρε να φάει καμιά ποινή τώρα... Τελικά και οι Ιταλοί είναι πολύ θεατρίνοι βρε παιδί μου! Μαζεύουμε πίσω μας καμιά δεκαριά ποδηλάτες. Απ’ τα πολλά τα μάχτεν-πούχτεν που ακούω καταλαβαίνω χωρίς να κοιτάξω ότι οι από πίσω μας είναι Γερμανοί. Με θρησκευτική ευλάβεια, σταματάμε στα κόκκινα φανάρια και τηρούμε τον ΚΟΚ. Σε κάθε στροφή και κυκλικό κόμβο, εθελοντές μας δείχνουνε το δρόμο χειροκροτώντας. Μπαίνουμε στο πάρκο που οδηγεί στο Vélodrome. Νόμιζα ότι τελειώσαμε, αλλά έχει ακόμα 3-4 χιλιόμετρα μέχρι τον τερματισμό. Με μένα αριστερά, τον Γάλλο δεξιά και τους Γερμανούς από πίσω μας, πάμε χαλαρά αλλά καλά σε δυάδες προς τον τερματισμό. Ξεπροβάλει αριστερά το Vélodrome. Δυο-τρεις στροφούλες και μια ανηφορίτσα ακόμα και μπαίνουμε δεξιά σε πατημένο χωματόδρομο, ανάμεσα στις συμπαγείς σειρές θεατών που χειροκροτούν «Bravo, vous avez fini!! Bravo, Bravo!!! ». Στροφή δεξιά και στο τέλος του χωματόδρομου περνάω τον σένσορα του ηλεκτρονικού συστήματος καταγραφής, αυτό το κατά πλάτος του διαδρόμου εξόγκωμα με τις δυο μπλε σκούρες ραμπίτσες και την πορτοκαλί διχοτόμο. Μπίιιιιιιιπ... 

Αυτό ήταν!!! ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ!!! I did it, I fucking did it!!! Στροφή αριστερά και μετά δεξιά μέσα στο πάρκινγκ, όπως μου υποδεικνύει ένας εθελοντής συμπληρώνοντας με τα συγχαρητήριά του και ένα χτυπηματάκι με την παλάμη στη πλάτη. Παρκάρω. Στον ουρανό πάνω από τον ορίζοντα αριστερά του ποδηλατοδρομίου σβήνουν και οι τελευταίες πορτοκαλί και κόκκινες ανταύγειες του δειλινού. Κοιτάω το ρολόι: είναι 9.34. Σηκώνω το βλέμμα και ψάχνω γύρω μου. Έχασα τον Γάλλο χωρίς καν να προλάβω να του πω συγχαρητήρια. Κατεβαίνω και χαϊδεύω την Brooks και τον σκελετό πριν παρκάρω: «σ’ ευχαριστώ» σκέφτομαι σιωπηλά. Παίρνω τα χαρτιά μου και κατευθύνομαι προς το κλειστό ποδηλατοδρόμιο. Στην έξοδο του πάρκινγκ, μαζί με τα συγχαρητήρια, ένας εθελοντής μου λέει ότι στη σφραγίδα τερματισμού θα μου δώσουν ένα έντυπο με τον αριθμό πλαισίου μου, τονίζοντας ότι είναι πολύ σημαντικό να μην το χάσω και να το φέρω σ’αυτούς, ώστε παρουσιάζοντάς το σφραγισμένο να μπορέσω να ανακτήσω το ποδήλατό μου. 

Περπατάω μέχρι το κτίριο και μπαίνω από μια ανοιχτή πύλη που οδηγεί σε αριστερόστροφη, φαρδιά ανηφορική ράμπα. Στην κορυφή της, τέσσερις Αμερικάνες με τρελιάρικα καπέλα, παρατεταγμένες σε σειρά στα δεξιά, με χειροκροτούν και μου λένε τα congratulations στ’αγγλικά. «Α, εσύ, ναι, και σένα σε είδαμε πολλές φορές στο δρόμο!» «Really?» τις λέω. Ναι, ναι. Μπράβο! Ευχαριστώ, χαμογελάω και προχωράω στον κοντρολιέρη.

 



Συγχαρητήρια κύριε! Σφραγίζει την κάρτα και πάει να τη μαζέψει. «Με συγχωρείτε, αν έχετε την καλοσύνη θα ήθελα να την τραβήξω φωτογραφία», λέω. «Βεβαίως, αφήστε εμένα. Πρώτα εδώ», ανοίγει στη σελίδα με το πήγαινε, «μετά εδώ», γυρνάει στη σελίδα με το έλα, «μετά γκρο πλαν εδώ τον τερματισμό» δείχνει με το δάχτυλο τη σφραγίδα του τερματισμού, «και τέλος εδώ», ανοίγει το βιβλιαράκι και το ακουμπάει ανάποδα στο τραπέζι ώστε να φαίνονται τα εξώφυλλα. «Είναι φανερό ότι το’χετε ξανακάνει πολλές φορές αυτό, γιατί το’χετε αναπτύξει σε στάνταρ κινήσεις», του λέω. «Ναι» μου λέει «είναι η μετάβαση, η επιστροφή, ο τερματισμός και το εξώφυλλο με τον αριθμό πλαισίου, όλοι αυτά θέλουν φωτογραφία». Στη συνέχεια σημειώνει σ’ένα έντυπο τον αριθμό πλαισίου μου και μου το δίνει, λέγοντας μου ότι θα το χρειαστώ για να ξαναπάρω το ποδήλατό μου, όπως μου είπε ο εθελοντής στο πάρκινγκ.

 





Ευχαριστώ. Προχωράω στο πίσω μέρος της κεντρικής πλατείας. Δύο εθελοντές μου δίνουνε το κερασμένο γεύμα μου στην είσοδο του χώρου εστίασης με τις τάβλες. Είναι χαλαρά, οπότε πάω και κάθομαι σ’ένα τραπέζι περίπου 15 μέτρα από τα τραπέζια σφραγίσματος του τερματισμού. Οι 4 Αμερικάνες χειροκροτούν και συγχαίρουν όποιον τερματίζει. Ανοίγω το καπάκι του διάφανου πλαστικού δοχείου με το φαγητό: είναι ζυμαρικά με κοτόπουλο και μία λευκή σάλτσα. Τρώω μια μπουκιά: αηδία! Σκέφτομαι ότι για μια χώρα που φημίζεται για την κουζίνα της όπως είναι η Γαλλία, η γαστρονομική καλαισθησία της υπήρξε κατά μέσο όρο μεγάλη απογοήτευση καθ’όλη τη δοκιμασία του ΡΒΡ, αλλά με κάθε ειλικρίνεια και γενικότερα πριν από αυτό. Ανεξαρτήτως, τρώω αργά και χαλαρά, παρατηρώντας τα δρώμενα γύρω μου. Οι πιο πολλοί πιμπιπήδες που τερματίζουν, σφραγίζουν και συνεχίζουν προς την πλατεία. Μερικοί όμως φτάνουν στις σφραγίδες χωλαίνοντας, κουτσαίνοντας,... διαλυμένοι. Κάποιοι άλλοι πάλι σφραγίζουν και καπάκι πηγαίνουν να βρουν μια γωνίτσα, και σωριάζονται να κοιμηθούν. Χαίρομαι πάρα πολύ που τερμάτισα κουρασμένος μεν, αλλά με διαύγεια πνεύματος, χωρίς σωματικά προβλήματα, μύες και τένοντες όλα εντάξει, χωρίς σύγκαμα, χωρίς αφύσικους πόνους ή τραυματισμούς, χωρίς στομαχικά ή γαστρεντερικά προβλήματα, χωρίς θέματα. Επίσης χαίρομαι που τερμάτισα με μόνο κανονική διατροφή, χωρίς τζελάκια, συμπληρώματα ή άλλου είδους χημεία, και με απόλυτη αυτάρκεια, χωρίς υποστήριξη ή εξωτερική βοήθεια, όπως π.χ. μερικούς που τους ακολουθούσανε τα τροχόσπιτα των φίλων και συγγενών τους, και που, δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις τους είδα να «βοηθάνε» και σε ζώνες μακριά από τις επιτρεπόμενες. Φαίνεται πως η προετοιμασία μου, σωματική και ψυχική, ήταν καλή και απέδωσε τους καρπούς της αυτές τις τρεις τελευταίες μέρες. Πέρα από το χρονικό όριο των 70 με 75 ωρών που είχα θέσει, ο δεύτερος μεγάλος στόχος πριν ξεκινήσω το ΡΒΡ ήταν να το τρέξω και να το ολοκληρώσω στο γνήσιο πνεύμα των randonnées, και μάλιστα αυτής της συγκεκριμένης randonnée. Τους πέτυχα και τους δυο, και αυτό ανεβάζει και ομορφαίνει στη καρδιά μου την επιτυχία και την αξία αυτού του τερματισμού!

Στο δεξί μου χέρι κάθεται ένας Γάλλος που φοράει τη φανέλα της διοργάνωσης, μαζί με τη γυναίκα του. Πιάνουμε τη κουβέντα, και μου λέει ότι ήταν και αυτός συμμετέχων αλλά εγκατέλειψε στο Loudéac απ’όπου τον μάζεψε η κυρία. Είχε αρρωστήσει με γαστρεντερικά προβλήματα και δεν μπορούσε να συνεχίσει. Συνεχίζουμε τη κουβέντα, και σε κάποια φάση έχω την επιθυμία να το γιορτάσω με μια μπύρα. Είχα δει μπαίνοντας δεξιά από τις τάβλες ότι υπήρχε ένα μπαρ. Διακόπτω ευγενικά τον Γάλλο που μιλούσε και του λέω ότι θέλω πολύ μια παγωμένη μπύρα και θα πάω να πάρω μία. Εσείς θέλετε; Κερνάω εγώ. Όχι ευχαριστούμε. Οκέυ, τ’ αφήνω όλα έτσι και επιστρέφω αμέσως. Σηκώνομαι και πηγαίνω στο μπαρ. Έχει πέντε-έξι βαρελίσιες. Μία μπύρα παρακαλώ. Ο μπάρμαν μου σερβίρει μια ξανθιά, και μάλιστα έχοντας βάλει πολύ αφρό στη αρχή περιμένει λίγο να πέσει για να γεμίσει καλά το μικρό, δυστυχώς, πλαστικό ποτηράκι. Δυόμισι ευρώ αργότερα, επιστρέφω στη θέση μου και κάθομαι, λέγοντας στο ζευγάρι των Γάλλων: λοιπόν, που είχαμε μείνει; 

Στο αριστερό μου χέρι, κάθεται ένας άλλος Γάλλος. Κουβεντιάζω και μ’αυτόν αλλά δυστυχώς σήμερα δεν θυμάμαι τίποτα από αυτή τη συζήτηση...

 


Αφού πέρασε σχεδόν μια ώρα, σηκώνομαι. Ωραία όλα αυτά, αλλά είναι καιρός να πάω να κοιμηθώ. Περπατάω μέχρι το πάρκινγκ, κατεβάζω το ποδήλατο από τη μπάρα που κρεμόταν, και τακτοποιώντας τα τσαντάκια βλέπω τον Μαυρόπουλο. Ανταλλάσσουμε συγχαρητήρια, αγκαλιές και φιλιά, πέντε κουβέντες και μετά πάει μέσα να σφραγίσει. Περνάω και γω τους εθελοντές δείχνοντάς τους το χαρτάκι με τον αριθμό πλαισίου για να βγω, και μετά από έναν τελευταίο γύρο συγχαρητήριων εκ μέρους τους, καβαλάω και φεύγω για το αυτοκίνητο. Χαλαρά, πολύ χαλαρά ανεβαίνω την ίδια ράμπα μπροστά από το κτίριο του ποδηλατοδρομίου που είχα ανέβει και τρεις μέρες νωρίτερα για την εκκίνηση. Διασχίζω την πλατεία με τη λιμνούλα και τις γέφυρες πάνω από αυτοκινητόδρομο και σιδηρόδρομο. Περαστικοί κοιτάνε χωρίς να εντυπωσιάζονται: έχουνε δει χιλιάδες ποδηλάτες τις τελευταίες μέρες, και δεν είμαι τίποτε παρά άλλος ένας απ’ αυτούς... Φτάνω στον κυκλικό κόμβο πριν το εμπορικό κέντρο και κατεβαίνω δεξιά την ράμπα που οδηγεί στο υπόγειο πάρκινγκ. Στο αυτοκίνητο, με τις αργές κινήσεις του κουρασμένου αλλά ψυχικά γεμάτου ανθρώπου, αλλάζω παπούτσια, λύνω τσαντάκια, φορτώνω ποδήλατο... Φεύγω για το ξενοδοχείο στο Maurepas. Στον αυτοκινητόδρομο αρχίζει να βρέχει...

Είμαι στο δωμάτιο, ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Έχω κάνει μπάνιο και κατεβάζω το .gpx της διαδρομής στο λάπτοπ. Το βάζω στο GoogleEarth, του αλλάζω το χρώμα και το αναρτώ στο ΦΒ με μια μικρή σημείωση. Κλείνω το λάπτοπ. Είναι περίπου δυόμισι. Σβήνω τα φώτα. Έξω βρέχει. Ακουμπάω το κεφάλι στο μαξιλάρι καθώς προσπαθώ να συνειδητοποιήσω το μέγεθος και το νόημα όλων αυτών των γεγονότων που συνέβησαν τις προηγούμενες τρεις ημέρες. Είμαι βέβαιος ότι δεν θα είναι έτσι στο επόμενο, αλλά γι αυτό το πρώτο ΡΒΡ δεν τα καταφέρνω, τουλάχιστον όχι μέχρι την στιγμή που με παίρνει ο ύπνος... 

Προς μεγάλη μου έκπληξη, το επόμενο πρωί ξυπνάω πολύ εύκολα. Πίνω καφέ και τρώω πρωινό. Έχω συνεννοηθεί με τον Κώστα Παπανικολάου να τον πάω στο σταθμό του RER (προαστιακού) για να μεταβεί στο αεροδρόμιο Charles de Gaulle στην άλλη άκρη του Παρισιού. Η πτήση επιστροφής του είναι το ίδιο απόγευμα. Με λίγη δυσκολία (το δικό του ξύπνημα ήταν πιο «απαιτητικό» από το δικό μου) βρισκόμαστε στο φουαγέ όπου του παραδίδω την κούτα του που πέρασε τη νύχτα στο αυτοκίνητο. Λίγο αργότερα χτυπάει το τηλέφωνο: είναι ο Νίκος Κασομούλης που μόλις τερμάτισε. Θα έρθω να σε πάρω, μόνο πρέπει να πάω πρώτα τον Κώστα στο σταθμό. Μην αγχώνεσαι φίλε, έλα όποτε μπορείς...... 

Δεν ξέρω τι ενδορφίνες παρήγαγε η όλη διαδικασία, αλλά ένα μήνα μετά το ΡΒΡ, η γλυκάδα του τερματισμού δεν έχει ακόμα σβήσει. Ίσως να μην ήταν το σημαντικότερο γεγονός στη ζωή μου, αλλά σίγουρα ήταν ψηλά εκεί πάνω στη λίστα. 

Είμαι πολύ ευγνώμων, και τυχερός, που κατά τη διάρκεια της διαδρομής ο καιρός ήταν σε γενικές γραμμές πολύ ευνοϊκός (έχω ακούσει ιστορίες τρόμου για βροχές και καταιγίδες σε προηγούμενες διοργανώσεις). Πέρα απ’ αυτό, όπως είπα προηγουμένως, χαίρομαι που δεν είχα σωματικά προβλήματα. Τέλος, είμαι πολύ τυχερός (κυριολεκτικά!) που άντεξε και το ποδήλατο, και εξηγούμαι: αφού επέστρεψα σπίτι στην Ελλάδα, έψαξα βαθύτερα την αιτία των προβλημάτων της μετάδοσης. Έβγαλα το συρματόσχοινο του πίσω ντεραγιέρ: κρεμόταν από δύο συρματάκια. Ώρε μάγκα...!!! 

Ευχαριστώ εσάς, φίλοι ποδηλάτες και διοργανωτές μπρεβέ, για τη βοήθεια και την παρέα κατά τη διάρκεια των αμέτρητων χιλιομέτρων των προπονήσεων, των προπαρασκευαστικών και των προκριματικών μπρεβέ, χωρίς εσάς δεν θα ήταν δυνατή αυτή η συμμετοχή, και εύχομαι ν’αντέχουμε όλοι μας να συμποδηλατούμε για πολλά-πολλά ακόμα χιλιόμετρα, μέχρι τα γεράματά μας. Ειδικά ευχαριστώ εσένα, Νίκο, που μοιραστήκαμε για μια ακόμη φορά δωμάτιο ξενοδοχείου, ε, αυτή τη φορά λίγο πιο μακριά από τα σπίτια μας, αλλά δε βαριέσαι J. Από καρδιάς ευχαριστώ όλους εσάς, συγγενείς και φίλοι, για την ενθάρρυνση, την υποστήριξη, συχνά την φιλοξενία και τελικά όλη την βοήθεια που προσφέρατε, ο καθένας με τον ιδιαίτερο τρόπο του και στο επίπεδο που μπορούσε, για να ολοκληρωθεί αυτό το εγχείρημα. Η πίστη σας στην επιτυχία υπήρξε ισχυρό κίνητρο. Τέλος δεν μπορώ να παραλείψω να ευχαριστήσω την υπέροχη οικογένειά μου, τη σύζυγό μου και τα δυο απίθανα παιδάκια μου, για την άνευ όρων αγάπη που επιδείξατε καθ’ όλη τη φετινή χρονιά, και ειδικά για την υπομονή σας κατά τη διάρκεια των αμέτρητων ωρών που έλειπα μακριά από το σπίτι επειδή είτε ήμουνα σε προπόνηση, είτε ταξίδευα, είτε συμμετείχα σε κάποιο μπρεβέ κάπου στην Ελλάδα... 

Σας ευχαριστώ! Δεν θα τα είχα καταφέρει χωρίς εσάς! 

Έγινα καλύτερος; Δεν ξέρω, αλλά δεν νομίζω να έχει σημασία. 

Άξιζε τον κόπο; Χωρίς καμιά αμφιβολία! 

Δεν ξέρω αν θα το ξανακάνω σε τέσσερα χρόνια. Η ζωή έχει τόσα γυρίσματα που έχω πάψει εδώ και χρόνια να κάνω σχέδια με τόσο βαθύ ορίζοντα υλοποίησης. Δεν το απεύχομαι, απλά δεν ξέρω αν θα το θέλω ή αν θα το μπορώ όταν έρθει η ώρα. Αυτό που ξέρω όμως από τώρα και με απόλυτη βεβαιότητα είναι ότι, αν θα το ξαναέκανα, δεν θα είναι για τη διαδρομή, η οποία είναι όμορφη μεν αλλά έχω ποδηλατήσει και σε πολύ ομορφότερα μέρη. Ούτε θα είναι για τη δόξα που ντεμέκ αποκτάς τερματίζοντας «την μητέρα όλων των μπρεβέ», τη αρχαιότερη και μακροβιότερη ποδηλατική διοργάνωση στον κόσμο στην κοιτίδα της ποδηλασίας, τη Γαλλία. Θα είναι για τους άλλους συμμετέχοντες; Χμμμ... ίσως... Πέρασα πολύ όμορφα και έκανα σπουδαίες γνωριμίες, και εκεί προς το τέλος ένιωσα έναν παράξενο δεσμό μαζί τους, αυτόν που πηγάζει από το γεγονός ότι ποδηλατήσαμε μαζί στην ιστορία του Paris-Brest-Paris. 

Ωστόσο, όσο κι αν όλα αυτά παίζουν πολύ μεγάλο και σημαντικό ρόλο στη ψυχοσύνθεση του, ομολογώ ότι αν ξαναπάω ποτέ να τρέξω το ΡΒΡ, αυτό που θα με φέρει εκεί θα είναι κατά κύριο λόγο ο κόσμος του, οι άνθρωποι εκείνοι που σε χειροκροτάνε και σε υποστηρίζουνε επί εικοσιτετραώρου βάσεως, που σε ταΐζουνε και σου ανοίγουνε αφιλοκερδώς το σπίτι τους για να ξαποστάσεις ή και να κοιμηθείς. Θα είναι τα παιδιά που αναζητάνε το κολλαπέντε σου καθώς περνάς μπροστά τους και σου φωνάζουν με τις ψιλές, όλο ενθουσιασμό παιδικές φωνές τους «bravo, monsieur», εκτοξεύοντας τα επίπεδα ενέργειάς σου στα ύψη επειδή σε κάνουν να νιώθεις μοναδικό. Θα είναι οι εθελοντές που με κόπο αλλά και μεράκι προσπαθούν όσο καλύτερα μπορούν να σου προσφέρουν την φιλοξενία τους, να σε ξεκουράσουν και ν’απαλύνουν όσο γίνεται τον πόνο των συσσωρευμένων χιλιομέτρων... 

Αν ξαναπάω ποτέ στο Paris-Brest-Paris, θα είναι για τους ανθρώπους αυτούς... 

                                                                                 Δημήτρης Καλτσάς 

                                                                                          Ρ134 

                                                                                                                                                                  IN THE DARKNESS AND THE SILENCE




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

To Ble Cycling Club στο PBP 2019